Substantivo (ουσιαστικό)
[kalˈθaða] (στα ισπανικά, το [ð] είναι ήχος που μοιάζει με το "th" στα αγγλικά)
Η λέξη "calzada" αναφέρεται σε ένα τμήμα δημόσιου δρόμου ή λεωφόρου, συνήθως εκείνο το μέρος που προορίζεται για την κυκλοφορία των οχημάτων. Χρησιμοποιείται σε γενικές αναφορές σε δρόμους και οδούς. Στην καθημερινή χρήση, μεταχειρίζεται συχνά στον προφορικό λόγο, αλλά και σε γραπτές αναφορές σχετικά με υποδομές οδοποιίας.
La calzada estaba llena de vehículos en hora punta.
(Η φατνίδα ήταν γεμάτη οχήματα στην ώρα της κίνησης.)
Es peligroso caminar por la calzada sin tener cuidado.
(Είναι επικίνδυνο να περπατάς στη φατνίδα χωρίς προσοχή.)
La calzada fue reparada después de las lluvias.
(Η φατνίδα επισκευάστηκε μετά τις βροχές.)
Στην ισπανική γλώσσα, η λέξη "calzada" μπορεί να εμφανιστεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις, αν και δεν είναι τόσο συχνά χρησιμοποιούμενη σε παροιμίες ή ιδιωματικές φράσεις όσο άλλες λέξεις. Ωστόσο, εδώ υπάρχουν κάποιες ελκυστικές προτάσεις:
Ir por la calzada – σημαίνει "να ακολουθήσεις τον σωστό δρόμο".
(Πρέπει να ir por la calzada si quieres llegar a tiempo.)
(Πρέπει να ακολουθήσεις τον σωστό δρόμο αν θέλεις να φτάσεις εγκαίρως.)
No salgas de la calzada – σημαίνει "μην αποκλίνεις από την σωστή πορεία".
(En este proyecto, es importante no salgas de la calzada.)
(Σε αυτό το έργο, είναι σημαντικό να μην αποκλίνεις από την σωστή πορεία.)
Η λέξη "calzada" προέρχεται από το λατινικό "calcare", που σημαίνει "να πιέζεις ή να πατάς", αναφορικά με τη φύση των δρόμων που δημιουργούνται για τη διευκόλυνση της κυκλοφορίας.
Συνώνυμα: - Camino (μονοπάτι, δρόμος) - Vía (οδός)
Αντώνυμα: - Desvío (παράκαμψη, αποκλίνων δρόμος) - Terreno (έδαφος, χώρος ανοιχτός)
Αυτές οι πληροφορίες προσφέρουν μια ολοκληρωμένη εικόνα της λέξης "calzada" και της χρήσης της στη γλώσσα Ισπανικά.