Calzado είναι ουσιαστικό.
Σύμφωνα με το διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA), η φωνητική μεταγραφή είναι: /kalˈθaðo/ (σε περιοχές της Ισπανίας) ή /kalˈzado/ (σε άλλες ισπανόφωνες χώρες).
Η λέξη calzado αναφέρεται γενικά στα «παπούτσια» ή σε οποιοδήποτε είδος υποδήματος. Η χρήση της είναι συχνή στη γραπτή και προφορική γλώσσα, κυρίως σε ελαιώδεις συζητήσεις ή σε περιβάλλοντα που σχετίζονται με τη μόδα και το εμπόριο. Είναι λιγότερο συνηθισμένη σε πιο καθημερινές, ανεπίσημες συνομιλίες.
El calzado cómodo es esencial para viajar.
(Η άνετη υπόδηση είναι απαραίτητη για το ταξίδι.)
Compré un nuevo calzado para la fiesta.
(Αγόρασα ένα καινούργιο παπούτσι για το πάρτι.)
El calzado de cuero es muy duradero.
(Η δερμάτινη υπόδηση είναι πολύ ανθεκτική.)
Η λέξη calzado εμφανίζεται σε ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις και φράσεις:
Ella siempre lleva calzado de tacón para verse más alta.
(Πάντα φοράει παπούτσια με τακούνι για να φαίνεται πιο ψηλή.)
Calzado deportivo
(Αθλητικά παπούτσια)
Necesito comprar un calzado deportivo para correr.
(Πρέπει να αγοράσω αθλητικά παπούτσια για να τρέχω.)
Calzado adecuado
(Κατάλληλη υπόδηση)
Es importante usar calzado adecuado para escalar montañas.
(Είναι σημαντικό να φοράς κατάλληλα παπούτσια για να αναρριχηθείς σε βουνά.)
Calzado de seguridad
(Υποδήματα ασφαλείας)
Η λέξη calzado προέρχεται από το ρήμα calzar, που σημαίνει «να φορέσει παπούτσια ή να υποδηθεί». Η ρίζα του ρήματος μπορεί να ανιχνευθεί στη λατινική λέξη calceus, που σημαίνει «παπούτσι».
Συνώνυμα: - Zapatos (παπούτσια) - Calzado deportivo (αθλητικά υποδήματα)
Αντώνυμα: - Descalzo (γυμναστος, χωρίς παπούτσια)