calzado - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

calzado (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Calzado είναι ουσιαστικό.

Φωνητική μεταγραφή

Σύμφωνα με το διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA), η φωνητική μεταγραφή είναι: /kalˈθaðo/ (σε περιοχές της Ισπανίας) ή /kalˈzado/ (σε άλλες ισπανόφωνες χώρες).

Επιλογές μετάφρασης για ελληνικό

Σημασία και χρήση

Η λέξη calzado αναφέρεται γενικά στα «παπούτσια» ή σε οποιοδήποτε είδος υποδήματος. Η χρήση της είναι συχνή στη γραπτή και προφορική γλώσσα, κυρίως σε ελαιώδεις συζητήσεις ή σε περιβάλλοντα που σχετίζονται με τη μόδα και το εμπόριο. Είναι λιγότερο συνηθισμένη σε πιο καθημερινές, ανεπίσημες συνομιλίες.

Παραδειγματικές προτάσεις

  1. El calzado cómodo es esencial para viajar.
    (Η άνετη υπόδηση είναι απαραίτητη για το ταξίδι.)

  2. Compré un nuevo calzado para la fiesta.
    (Αγόρασα ένα καινούργιο παπούτσι για το πάρτι.)

  3. El calzado de cuero es muy duradero.
    (Η δερμάτινη υπόδηση είναι πολύ ανθεκτική.)

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη calzado εμφανίζεται σε ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις και φράσεις:

  1. Calzado de tacón
    (Υπόδηση με τακούνι)
  2. Ella siempre lleva calzado de tacón para verse más alta.
    (Πάντα φοράει παπούτσια με τακούνι για να φαίνεται πιο ψηλή.)

  3. Calzado deportivo
    (Αθλητικά παπούτσια)

  4. Necesito comprar un calzado deportivo para correr.
    (Πρέπει να αγοράσω αθλητικά παπούτσια για να τρέχω.)

  5. Calzado adecuado
    (Κατάλληλη υπόδηση)

  6. Es importante usar calzado adecuado para escalar montañas.
    (Είναι σημαντικό να φοράς κατάλληλα παπούτσια για να αναρριχηθείς σε βουνά.)

  7. Calzado de seguridad
    (Υποδήματα ασφαλείας)

  8. Los trabajadores deben llevar calzado de seguridad en la construcción.
    (Οι εργαζόμενοι πρέπει να φορούν υποδήματα ασφαλείας στην οικοδομή.)

Ετυμολογία

Η λέξη calzado προέρχεται από το ρήμα calzar, που σημαίνει «να φορέσει παπούτσια ή να υποδηθεί». Η ρίζα του ρήματος μπορεί να ανιχνευθεί στη λατινική λέξη calceus, που σημαίνει «παπούτσι».

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - Zapatos (παπούτσια) - Calzado deportivo (αθλητικά υποδήματα)

Αντώνυμα: - Descalzo (γυμναστος, χωρίς παπούτσια)



22-07-2024