Ρήμα
/kalˈθaɾ/ (ισπανικά), /ˈkalzar/ (στην Λατινική Αμερική, όπως στη Γουατεμάλα, Κολομβία, Εκουαδόρ, Αργεντινή)
Η λέξη "calzar" αναφέρεται στην πράξη του να φοράς ή να τοποθετείς κάτι, κυρίως παπούτσια. Στα ισπανικά, χρησιμοποιείται συχνά και σε ευρύτερα συμφραζόμενα για να δηλώσει την τοποθέτηση ή σύνθεση αντικειμένων, αν και η πιο κοινή της χρήση είναι αναφορικά με τα παπούτσια.
Συχνότητα χρήσης: Χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αν και οι καθημερινές συνομιλίες μπορεί να περιέχουν πιο ανεπίσημες εκφράσεις.
"Me gusta calzar mis zapatos nuevos."
"Μου αρέσει να φορώ τα καινούργια μου παπούτσια."
"Es importante calzar bien los pies para caminar cómodamente."
"Είναι σημαντικό να φοράς καλά τα παπούτσια για να περπατάς άνετα."
"Ella decidió calzar las botas para el invierno."
"Αυτή αποφάσισε να φορέσει τις μπότες για τον χειμώνα."
Η λέξη "calzar" χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις:
"No calza con mi estilo."
"Δεν ταιριάζει με το στυλ μου."
"Calzar las botas es fundamental en la nieve."
"Η τοποθέτηση των μπότες είναι απαραίτητη στο χιόνι."
"A veces es difícil calzar las expectativas de los demás."
"Μερικές φορές είναι δύσκολο να ανταποκριθείς στις προσδοκίες των άλλων."
"Tienes que calzar correctamente si quieres correr rápido."
"Πρέπει να φορέσεις σωστά για να τρέξεις γρήγορα."
Η λέξη "calzar" προέρχεται από το λατινικό "calceare," το οποίο σχετίζεται με το "calceus," που σημαίνει παπούτσι ή υπόδημα. Η εξέλιξή της στην ισπανική γλώσσα διατηρεί την αρχαία έννοια της αναφοράς σε υπόδηση.
Συνώνυμα: - Usar (να χρησιμοποιείς) - Vestir (να ντύνεσαι)
Αντώνυμα: - Descalzar (να αφαιρείς τα παπούτσια) - Desvestir (να απογυμνώνεις)