Ρήμα
/kal'θar.se/
Η λέξη "calzarse" χρησιμοποιείται στην ισπανική γλώσσα για να περιγράψει τη διαδικασία του να βάζει κάποιος παπούτσια ή άλλα υποδήματα. Είναι ένα ρήμα που συνήθως συναντάται σε καθημερινές συζητήσεις, και η χρήση του είναι συχνή τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο.
Ella se calzó antes de salir.
(Εκείνη φόρεσε τα παπούτσια της πριν βγει.)
No olvides calzarte antes de ir al trabajo.
(Μην ξεχάσεις να βάλεις τα παπούτσια σου πριν πας στη δουλειά.)
Η λέξη "calzarse" χρησιμοποιείται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα. Ακολουθούν ορισμένες από αυτές:
Calzarse los zapatos del otro.
(Να μπλέκεται στα πόδια του άλλου.)
Χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που προβαίνει σε ενέργειες με τις οποίες μπαίνει σε ξένα προβλήματα ή καταστάσεις.
Calzarse algo.
(Να αποκτήσεις κάτι γρήγορα.)
Αυτό μπορεί να αναφέρεται σε αγορά ή απόκτηση κάτι στην τύχη χωρίς πολλή σκέψη.
Calzarse a uno.
(Να "καλύψεις" κάποιον.)
Χρησιμοποιείται όταν κάποιος παίρνει τη θέση άλλου ή αποθηκεύει κάτι για κάποιον.
Η λέξη "calzarse" προέρχεται από το αρχαίο ισπανικό "calzar", που σημαίνει "να βάζεις παπούτσια". Ενδέχεται να σχετίζεται με τη λατινική λέξη "calceare", που έχει παρόμοια σημασία.
Συνώνυμα: - Ponerse (φορώ) - Vestirse (ντύνομαι)
Αντώνυμα: - Descalzarse (βγάζω τα παπούτσια) - Quitarse (αφαιρώ)