calzonazos - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

calzonazos (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Η λέξη "calzonazos" είναι ουσιαστικό.

Φωνητική μεταγραφή

Φωνητική μεταγραφή: [kalθoˈnathos]

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Η λέξη "calzonazos" μπορεί να μεταφραστεί ως:

Σημασία της λέξης

Η λέξη "calzonazos" χρησιμοποιείται στα ισπανικά για να περιγράψει έναν άνδρα, συνήθως σε ένα οικογενειακό ή φιλικό πλαίσιο, ο οποίος είναι υπερβολικά υποτακτικός ή ευαίσθητος, συχνά προς τη σύντροφό του. Συχνά χρησιμοποιείται με αρνητική χροιά, για να υποδηλώσει έλλειψη ανδρισμού ή αυτονομίας. Η χρήση της είναι πιο συχνή στον προφορικό λόγο και σε ανεπίσημες συζητήσεις.

Παραδείγματικές προτάσεις

  1. Él siempre hace lo que su esposa dice, es un calzonazos.
  2. Αυτός πάντα κάνει ότι λέει η σύζυγός του, είναι ανδρείκελο.

  3. No quiero ser un calzonazos, necesito tomar mis propias decisiones.

  4. Δεν θέλω να είμαι βλάχος, χρειάζομαι να παίρνω τις δικές μου αποφάσεις.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "calzonazos" μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί σε ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις:

  1. No seas calzonazos y defiende tus ideas.
  2. Μην είσαι ανδρείκελο και υπερασπίσου τις ιδέες σου.

  3. El calzonazos de la oficina no dice nada cuando su jefa está presente.

  4. Το ανδρείκελο του γραφείου δεν λέει τίποτα όταν είναι παρούσα η προϊσταμένη του.

  5. Con tantos calzonazos a su alrededor, se siente como la líder del grupo.

  6. Με τόσα ανδρείκελα γύρω της, αισθάνεται σαν ηγέτης της ομάδας.

  7. Mis amigos siempre me dicen que no debo ser un calzonazos.

  8. Οι φίλοι μου πάντα μου λένε ότι δεν πρέπει να είμαι βλάχος.

Ετυμολογία

Η λέξη "calzonazos" προέρχεται από την ισπανική λέξη "calzones", που σημαίνει παντελόνια, και χρησιμοποιείται σε έναν παρομοιασμό που υποδηλώνει ότι ο εν λόγω άνδρας είναι "παγιδευμένος" ή "υποταγμένος" στη σύντροφό του ή την οικογένειά του, σαν να φοράει ένα παντελόνι που δεν του επιτρέπει να δράσει ελεύθερα.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - "sumiso" (υποτακτικός) - "débil" (αδύναμος)

Αντώνυμα: - "independiente" (ανεξάρτητος) - "fuerte" (ισχυρός)



23-07-2024