Τα "calzoncillos" είναι ουσιαστικό πληθυντικού αριθμού.
Φωνητική μεταγραφή: /kal.θon.ˈθi.ʊs/
Η λέξη "calzoncillos" αναφέρεται σε μια συγκεκριμένη κατηγορία εσωρούχων, κυρίως για άνδρες. Είναι συνήθως κατασκευασμένα από βαμβάκι ή άλλα υφάσματα και χρησιμοποιούνται καθημερινά. Η συχνότητα χρήσης της λέξης είναι υψηλή στο προφορικό λόγο, καθώς οι άνθρωποι αναφέρονται συχνά σε ρούχα της καθημερινότητας. Ωστόσο, χρησιμοποιείται και σε γραπτό λόγο, κυρίως σε σπίτια, καταστήματα και διαφημίσεις.
Los calzoncillos son muy cómodos.
(Τα εσώρουχα είναι πολύ άνετα.)
Necesito comprar calzoncillos nuevos.
(Χρειάζομαι να αγοράσω καινούργια εσώρουχα.)
Él siempre usa calzoncillos de algodón.
(Αυτός πάντα φοράει εσώρουχα από βαμβάκι.)
Η λέξη "calzoncillos" χρησιμοποιείται σε ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις στα ισπανικά:
Normalmente, cuando hace calor, me encuentro en calzoncillos en casa.
(Κανονικά, όταν κάνει ζέστη, βρίσκομαι μόνο με εσώρουχα στο σπίτι.)
No perder los calzoncillos.
(Να μην χάσεις την ψυχραιμία σου.)
Mantuvo la calma durante la discusión y no perdió los calzoncillos.
(Διατήρησε την ψυχραιμία του κατά τη διάρκεια της συζήτησης και δεν έχασε την ψυχραιμία του.)
Calzoncillos bien ajustados.
(Καλά εφαρμοστά εσώρουχα.)
Η λέξη "calzoncillos" προέρχεται από το ισπανικό "calzón", που αναφερόταν σε ένα είδος εσωρούχου ή παντελονιού και το προσδιοριστικό "-cillos", που χρησιμοποιείται για να δηλώσει μικρότερο μέγεθος.
Συνώνυμα: - "pantalones cortos" (κοντά παντελόνια) - "bragas" (γυναικεία εσώρουχα)
Αντώνυμα: - "pantalones" (παντελόνια) - "ropa exterior" (εξωτερικά ρούχα)