Το "convaleciente" είναι επίθετο.
/konβαλεθ'jente/
Η λέξη "convaleciente" χρησιμοποιείται για να περιγράψει ένα άτομο που βρίσκεται στη διαδικασία ανάρρωσης από μια ασθένεια ή χειρουργική επέμβαση. Στην ισπανική γλώσσα, χρησιμοποιείται συχνά σε ιατρικά κείμενα, καθώς και σε καθημερινές συζητήσεις σχετικά με την υγεία. Είναι πιο διαδεδομένη στον γραπτό λόγο αλλά και στην προφορική επικοινωνία.
Η λέξη "convaleciente" χρησιμοποιείται συχνά σε ιατρικά συμφραζόμενα, είτε σε κλινικές αναφορές είτε σε συνομιλίες γύρω από τη φροντίδα για ασθενείς.
Ο ασθενής είναι σε διαδικασία ανάρρωσης μετά την επέμβαση.
Los convalecientes necesitan cuidado especial durante su recuperación.
Οι ανάρρωσοι χρειάζονται ειδική φροντίδα κατά τη διάρκεια της ανάρρωσής τους.
Es importante que un convaleciente siga las indicaciones del médico.
Η λέξη "convaleciente" σπάνια χρησιμοποιείται σε ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο, οι παρακάτω προτάσεις εμφανίζουν τη χρήση της σε κάποιες πιο γενικές φράσεις:
Ένας ανάρρωστος δεν πρέπει να καταβάλλει υπερβολική προσπάθεια.
Vimos a un convaleciente en el parque disfrutando del aire libre.
Είδαμε έναν ανάρρωστο στο πάρκο να απολαμβάνει τον καθαρό αέρα.
La familia cuida mucho a los convalecientes durante su recuperación.
Η λέξη "convaleciente" προέρχεται από το λατινικό "convalescens", το οποίο είναι συνδυασμός του προθέματος "con-" που σημαίνει "μαζί" και του ρήματος "valesco", που σημαίνει "να γίνω δυνατός" ή "να αναρρώσω".
recuperante (σε διαδικασία ανάκαμψης)
Αντώνυμα:
Η λέξη "convaleciente" είναι επομένως χρήσιμη στα ιατρικά συμφραζόμενα, αποκτώντας σημασία στην περιγραφή της φάσης ανάκαμψης, με αντανάκλαση στη γλώσσα καθώς οι ασθενείς εργάζονται προς την πλήρη αποκατάσταση.