Η λέξη "convencer" είναι ρήμα.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "convencer" με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου είναι: /kon.βen.ˈθeɾ/.
Η λέξη "convencer" μπορεί να μεταφραστεί στα Ελληνικά ως: - πείθω - εμψυχώνω
Η λέξη "convencer" σημαίνει να καταφέρνεις να πείσεις κάποιον για κάτι, δηλαδή να τον επηρεάσεις ώστε να αποδεχθεί μια άποψη, κρίση ή απόφαση. Χρησιμοποιείται σε ποικιλία συμφραζομένων, από καθημερινές συζητήσεις μέχρι νομικά και επαγγελματικά πλαίσια. Είναι αρκετά συχνή στη γλώσσα, ενδεχομένως περισσότερο στον προφορικό λόγο, όπου οι άνθρωποι αναφέρουν περιστατικά πειθούς ή διαπραγμάτευσης.
Είναι σημαντικό να πείθεις τους άλλους για να βελτιώσεις την ομαδική εργασία.
El abogado intenta convencer al jurado de la inocencia de su cliente.
Ο δικηγόρος προσπαθεί να πείσει τους ενόρκους για την αθωότητα του πελάτη του.
A veces es difícil convencer a alguien que tiene una opinión diferente.
Η λέξη "convencer" χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις. Ακολουθούν μερικές τέτοιες εκφράσεις:
Πείθω με ισχυρά επιχειρήματα.
No hay manera de convencerlo.
Δεν υπάρχει τρόπος να τον πείσω.
Convencer a alguien con el ejemplo.
Πείθω κάποιον με το παράδειγμα.
Convencer es un arte.
Η πειθώ είναι μια τέχνη.
Es difícil convencer a la gente en temas controvertidos.
Είναι δύσκολο να πείσεις τους ανθρώπους για αμφιλεγόμενα θέματα.
Para convencer a tus amigos, debes ser persuasivo.
Η λέξη "convencer" προέρχεται από το λατινικό "convincere", που σημαίνει "να νικήσεις μαζί" ή "να πείσεις". Η ρίζα του "vincere" σημαίνει "να νικήσεις".
Αυτές οι πληροφορίες καλύπτουν τους βασικούς τομείς σχετικούς με τη λέξη "convencer".