convencer - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

convencer (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Η λέξη "convencer" είναι ρήμα.

Φωνητική μεταγραφή

Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "convencer" με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου είναι: /kon.βen.ˈθeɾ/.

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Η λέξη "convencer" μπορεί να μεταφραστεί στα Ελληνικά ως: - πείθω - εμψυχώνω

Σημασία και Χρήση

Η λέξη "convencer" σημαίνει να καταφέρνεις να πείσεις κάποιον για κάτι, δηλαδή να τον επηρεάσεις ώστε να αποδεχθεί μια άποψη, κρίση ή απόφαση. Χρησιμοποιείται σε ποικιλία συμφραζομένων, από καθημερινές συζητήσεις μέχρι νομικά και επαγγελματικά πλαίσια. Είναι αρκετά συχνή στη γλώσσα, ενδεχομένως περισσότερο στον προφορικό λόγο, όπου οι άνθρωποι αναφέρουν περιστατικά πειθούς ή διαπραγμάτευσης.

Παραδείγματα Προτάσεων

  1. Es importante convencer a los demás para mejorar el trabajo en equipo.
  2. Είναι σημαντικό να πείθεις τους άλλους για να βελτιώσεις την ομαδική εργασία.

  3. El abogado intenta convencer al jurado de la inocencia de su cliente.

  4. Ο δικηγόρος προσπαθεί να πείσει τους ενόρκους για την αθωότητα του πελάτη του.

  5. A veces es difícil convencer a alguien que tiene una opinión diferente.

  6. Μερικές φορές είναι δύσκολο να πείσεις κάποιον που έχει διαφορετική άποψη.

Ιδιαίτερες Εκφράσεις

Η λέξη "convencer" χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις. Ακολουθούν μερικές τέτοιες εκφράσεις:

  1. Convencer con argumentos sólidos.
  2. Πείθω με ισχυρά επιχειρήματα.

  3. No hay manera de convencerlo.

  4. Δεν υπάρχει τρόπος να τον πείσω.

  5. Convencer a alguien con el ejemplo.

  6. Πείθω κάποιον με το παράδειγμα.

  7. Convencer es un arte.

  8. Η πειθώ είναι μια τέχνη.

  9. Es difícil convencer a la gente en temas controvertidos.

  10. Είναι δύσκολο να πείσεις τους ανθρώπους για αμφιλεγόμενα θέματα.

  11. Para convencer a tus amigos, debes ser persuasivo.

  12. Για να πείσεις τους φίλους σου, πρέπει να είσαι πειστικός.

Ετυμολογία

Η λέξη "convencer" προέρχεται από το λατινικό "convincere", που σημαίνει "να νικήσεις μαζί" ή "να πείσεις". Η ρίζα του "vincere" σημαίνει "να νικήσεις".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Αυτές οι πληροφορίες καλύπτουν τους βασικούς τομείς σχετικούς με τη λέξη "convencer".



22-07-2024