Το "convencimiento" είναι ένα ουσιαστικό.
Η φωνητική μεταγραφή του "convencimiento" με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου είναι: /konβenθiˈmjento/.
Η λέξη "convencimiento" αναφέρεται σε μια σταθερή πεποίθηση ή βεβαιότητα σχετικά με κάτι. Χρησιμοποιείται συχνά για να δηλώσει την αναγκαία πειθώ που έχει κάποιος για μια ιδέα ή ένα γεγονός. Η λέξη έχει μεγάλη συχνότητα χρήσης και συναντάται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αν και μπορεί να προτιμάται περισσότερο σε επίσημες καταστάσεις.
"Su convencimiento sobre la verdad del asunto es inquebrantable."
"Η πεποίθησή του για την αλήθεια της υπόθεσης είναι αμετάβλητη."
"El convencimiento de los testigos fue crucial para el juicio."
"Η πεποίθηση των μαρτύρων ήταν κρίσιμη για την δίκη."
"Ella habla con mucho convencimiento cuando expone sus ideas."
"Μιλά με μεγάλη πειθώ όταν εκθέτει τις ιδέες της."
Η λέξη "convencimiento" χρησιμοποιείται περιστασιακά σε ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα. Ακολουθούν μερικά παραδείγματα:
"Poner en duda su convencimiento es un error."
"Να αμφισβητείς την πεποίθησή του είναι λάθος."
"Con mucho convencimiento, defendió su postura."
"Με μεγάλη πειθώ, υπερασπίστηκε τη θέση του."
"El convencimiento de los líderes motiva al equipo."
"Η πεποίθηση των ηγετών παρακινεί την ομάδα."
"No hay convencimiento si no hay evidencia."
"Δεν υπάρχει πεποίθηση αν δεν υπάρχει απόδειξη."
Η λέξη "convencimiento" προέρχεται από το ρήμα "convencer", το οποίο σημαίνει "να πείσεις", και από το επίθημα "-miento", το οποίο σχηματίζει ουσιαστικά που αναφέρονται σε πράξεις ή καταστάσεις.