Η λέξη "convergencia" είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.
Φωνητική μεταγραφή: /kon.berˈxen.θja/
Η λέξη "convergencia" αναφέρεται στη διαδικασία ή την κατάσταση κατά την οποία διάφορες οντότητες ή ιδέες πλησιάζουν ή συγκλίνουν προς ένα κοινό σημείο ή αποτέλεσμα. Χρησιμοποιείται συχνά στην επιστήμη, τα μαθηματικά, την οικονομία και την ιατρική.
Η συχνότητα χρήσης της λέξης είναι αρκετά υψηλή, κυρίως σε γραπτά κείμενα και τεχνικές συζητήσεις. Στην καθημερινή ομιλία, μπορεί να χρησιμοποιείται λιγότερο συχνά, αλλά η έννοια είναι γνωστή.
Η σύγκλιση διαφορετικών πολιτισμών στην πόλη είναι συναρπαστική.
En matemáticas, la convergencia de las series infinitas es un concepto fundamental.
Στα μαθηματικά, η σύγκλιση των απείρων σειρών είναι μια θεμελιώδης έννοια.
La convergencia hacia un acuerdo en la negociación tomó más tiempo del esperado.
Η λέξη "convergencia" χρησιμοποιείται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις, κυρίως σε επιστημονικό και κοινωνικό πλαίσιο.
Η σύγκλιση συμφερόντων είναι καθοριστική για την επιτυχία του έργου.
La convergencia de opiniones en el equipo mejoró la productividad.
Η σύγκλιση απόψεων στην ομάδα βελτίωσε την παραγωγικότητα.
La convergencia de tecnologías promete revolucionar la industria.
Η σύγκλιση τεχνολογιών υπόσχεται να επαναστατήσει τη βιομηχανία.
La convergencia social es un objetivo importante en nuestra comunidad.
Η κοινωνική σύγκλιση είναι ένας σημαντικός στόχος στην κοινότητά μας.
La convergencia de teorías científicas abre nuevas fronteras en la investigación.
Η λέξη "convergencia" προέρχεται από το λατινικό "convergere," που σημαίνει "να συγκλίνει" ή "να έρθει κοντά." Η χρήση της νόηματικά έχει εξελιχθεί μέσα από τους αιώνες για να καλύψει διάφορους τομείς γνώσης.
Αυτή η ανάλυση της λέξης "convergencia" δείχνει τη σημασία της σε διάφορους τομείς και πώς χρησιμοποιείται στην καθημερινή γλώσσα.