Η λέξη "convergente" είναι ένα επίθετο.
Φωνητική μεταγραφή με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφάβητου (IPA): [koɱβeɾˈxente]
Η λέξη "convergente" μεταφράζεται στα Ελληνικά ως "σύγκλινον", "συγκλίνον" ή "συγκλίνων".
Η λέξη "convergente" αναφέρεται σε κάτι που συγκλίνει ή προσεγγίζει μια κοινή κατεύθυνση ή σημείο. Στη ιατρική ή την πολυτεχνική, μπορεί να χρησιμοποιείται για να περιγράψει φαινόμενα που συγκλίνουν, όπως αγγείωση, δίκτυα ή συμπεριφορές που τείνουν προς μία κατεύθυνση. Η λέξη αυτή χρησιμοποιείται συχνά και στους δύο τομείς, και η χρήση της είναι συχνότερη στο γραπτό κείμενο.
Οι συγκλίνουσες ευθείες συναντώνται στο εστιακό σημείο.
El tratamiento convergente de enfermedades puede ser muy eficaz.
Η συγκλίνουσα θεραπεία ασθενειών μπορεί να είναι πολύ αποτελεσματική.
Los enfoques convergentes en ingeniería permiten soluciones innovadoras.
Η λέξη "convergente" μπορεί να χρησιμοποιηθεί και σε ιδιωματικές εκφράσεις, αν και δεν έχει πολλές καθιερωμένες. Εδώ είναι ορισμένα παραδείγματα:
Η σύγκλιση ιδεών είναι θεμελιώδης στην έρευνα.
En un mundo convergente, la colaboración es clave.
Σε έναν συγκλινόμενο κόσμο, η συνεργασία είναι κλειδί.
Las teorías convergentes pueden abrir nuevas vías de estudio.
Οι συγκλίνουσες θεωρίες μπορούν να ανοίξουν νέους δρόμους μελέτης.
El discurso convergente trae a todos a la misma página.
Ο συγκλίνων λόγος φέρνει όλους στην ίδια σελίδα.
El desarrollo convergente de tecnologías puede revolucionar la industria.
Η λέξη "convergente" προέρχεται από το Λατινικό "convergentem", το οποίο σημαίνει "συγκλίνων", και αποτελείται από το πρόθεμα "con-" που σημαίνει "μαζί" και το ρήμα "vergere" που σημαίνει "να κλίνει".
Συνώνυμα:
- Conjuntivo (συγκλινών)
- Coalescente (συμβατός)
Αντώνυμα:
- Divergente (διαφορετικός, αποκλίνων)
- Separado (ξεχωριστός)