Το "conviene" είναι ρήμα στην τρίτη πρόσωπο του ενικού, στον ενεστώτα του υποτακτικού (subjunctive) του ρήματος "convenir".
Φωνητική μεταγραφή (IPA): /konˈβjene/
Η λέξη "conviene" χρησιμοποιείται για να εκφράσει κάτι που είναι ωφέλιμο, συμφέρον, ή κατάλληλο για μια δεδομένη κατάσταση. Συχνά χρησιμοποιείται σε προτάσεις που αναφέρονται σε συστάσεις ή συμβουλές. Η χρήση της είναι αρκετά συχνή και στα δύο πλαίσια, προφορικού και γραπτού λόγου, αν και πιο συχνά μπορεί να παρατηρηθεί σε γραπτές εκφράσεις ή επίσημες συζητήσεις.
Es importante que conviene hacer ejercicio regularmente.
(Είναι σημαντικό να συμφέρει να γυμνάζεστε τακτικά.)
A veces conviene invertir en educación.
(Κάποιες φορές είναι ωφέλιμο να επενδύσετε στην εκπαίδευση.)
Si conviene, cambiamos el plan.
(Αν είναι κατάλληλο, αλλάζουμε το σχέδιο.)
Η λέξη "conviene" εμφανίζεται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα:
Conviene recordar que el tiempo es oro.
(Είναι ωφέλιμο να θυμόμαστε ότι ο χρόνος είναι χρυσός.)
Te conviene estar preparado para cualquier eventualidad.
(Σου συμφέρει να είσαι προετοιμασμένος για οποιαδήποτε ενδεχόμενη κατάσταση.)
A veces conviene arriesgarse para obtener grandes recompensas.
(Κάποιες φορές είναι ωφέλιμο να ρισκάρεις για να αποκτήσεις μεγάλες ανταμοιβές.)
Cuando conviene, es mejor hablar claro.
(Όταν είναι κατάλληλο, είναι καλύτερο να μιλάμε ξεκάθαρα.)
Conviene no dejar nada para el último momento.
(Είναι ωφέλιμο να μην αφήνουμε τίποτα για την τελευταία στιγμή.)
Το ρήμα "convenir" προέρχεται από τη λατινική λέξη "convenire", που σημαίνει "να έρχεται μαζί", "να συναντιέται" ή "να συμφωνεί".
Συνώνυμα: - es conveniente - es útil - favorece
Αντώνυμα: - es desfavorable - es inconveniente - no conviene