Convincent είναι επίθετο.
/kon.binˈθen.te/ (Ισπανικά)
Η λέξη convincente αναφέρεται σε κάτι ή κάποιον που έχει την ικανότητα να πείθει ή να προκαλεί αποδοχή. Χρησιμοποιείται συχνά τόσο σε προφορικό όσο και σε γραπτό λόγο, με τη συχνότητά της να είναι αρκετά υψηλή, ιδίως σε συζητήσεις σχετικά με επιχειρήσεις, νομικά ζητήματα και δημόσιες σχέσεις.
Το επιχείρημά του είναι πολύ πειστικό.
Necesitamos una presentación convincente para el cliente.
Χρειαζόμαστε μια πειστική παρουσίαση για τον πελάτη.
El testimonio fue convincente y ayudó al caso.
Η λέξη convincente χρησιμοποιείται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις, κυρίως για να προσδιορίσει κάτι που είναι μη αμφισβητήσιμο ή που μπορεί εύκολα να γίνει αποδεκτό.
Δεν υπάρχει πιο πειστικό επιχείρημα από τα γεγονότα.
Su manera de hablar es tan convincente que todos la creen.
Ο τρόπος που μιλά είναι τόσο πειστικός που όλοι την πιστεύουν.
Un mensaje convincente puede cambiar muchas opiniones.
Ένα πειστικό μήνυμα μπορεί να αλλάξει πολλές απόψεις.
A veces, lo que parece convincente no es la verdad.
Μερικές φορές, αυτό που φαίνεται πειστικό δεν είναι αλήθεια.
La evidencia presentada fue convincente, y el jurado no dudó.
Η λέξη convincente προέρχεται από το ρήμα convencer, που σημαίνει «να πείσεις». Προέρχεται από τη λατινική ρίζα convincere, που συνδυάζει το πρόθεμα con- (μαζί) και το ρήμα vincere (να νικήσεις).