Το "conyugal" είναι ένα επίθετο.
Η φωνητική μεταγραφή του "conyugal" με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου είναι: /ko.nju.ɣal/
Η λέξη "conyugal" αναφέρεται σε πράγματα που σχετίζονται με το γάμο ή τη σύζυγο / τον σύζυγο. Χρησιμοποιείται συχνά σε νομικά ή κοινωνικά συμφραζόμενα. Η συχνότητα χρήσης της είναι πιο διαδεδομένη στο γραπτό πλαίσιο, αλλά μπορεί επίσης να ακούγεται στον προφορικό λόγο, κυρίως σε συζητήσεις που αφορούν τις οικογενειακές σχέσεις ή τις νομικές πτυχές του γάμου.
Το ζευγάρι υπέγραψε ένα συζυγικό συμβόλαιο πριν παντρευτεί.
Las relaciones conyugales requieren comunicación y confianza.
Οι συζυγικές σχέσεις απαιτούν επικοινωνία και εμπιστοσύνη.
El régimen conyugal puede variar según la legislación de cada país.
Η λέξη "conyugal" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στα ισπανικά, οι οποίες αφορούν τις οικογενειακές ή νομικές σχέσεις.
Η συζυγική ζωή είναι ένα ταξίδι γεμάτο προκλήσεις και χαρές.
Problemas conyugales - συζυγικά προβλήματα
Πρέπει να αναζητήσουν βοήθεια για να λύσουν τα συζυγικά τους προβλήματα.
Responsabilidades conyugales - συζυγικές ευθύνες
Η λέξη "conyugal" προέρχεται από τη λατινική λέξη "conjugalis", που σημαίνει "σχετικός με τον γάμο" ή "συζυγικός".
Συνώνυμα: - matrimonial - marital
Αντώνυμα: - soltero (ανύπαντρος) - separado (χωρισμένος)