conyugal - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

conyugal (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Το "conyugal" είναι ένα επίθετο.

Φωνητική μεταγραφή

Η φωνητική μεταγραφή του "conyugal" με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου είναι: /ko.nju.ɣal/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία και χρήση

Η λέξη "conyugal" αναφέρεται σε πράγματα που σχετίζονται με το γάμο ή τη σύζυγο / τον σύζυγο. Χρησιμοποιείται συχνά σε νομικά ή κοινωνικά συμφραζόμενα. Η συχνότητα χρήσης της είναι πιο διαδεδομένη στο γραπτό πλαίσιο, αλλά μπορεί επίσης να ακούγεται στον προφορικό λόγο, κυρίως σε συζητήσεις που αφορούν τις οικογενειακές σχέσεις ή τις νομικές πτυχές του γάμου.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. La pareja firmó un contrato conyugal antes de casarse.
  2. Το ζευγάρι υπέγραψε ένα συζυγικό συμβόλαιο πριν παντρευτεί.

  3. Las relaciones conyugales requieren comunicación y confianza.

  4. Οι συζυγικές σχέσεις απαιτούν επικοινωνία και εμπιστοσύνη.

  5. El régimen conyugal puede variar según la legislación de cada país.

  6. Ο συζυγικός κανονισμός μπορεί να διαφέρει ανάλογα με την νομοθεσία κάθε χώρας.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "conyugal" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στα ισπανικά, οι οποίες αφορούν τις οικογενειακές ή νομικές σχέσεις.

Παραδείγματα ιδιωματικών εκφράσεων

  1. Vida conyugal - η συζυγική ζωή
  2. La vida conyugal es un viaje lleno de desafíos y alegrías.
  3. Η συζυγική ζωή είναι ένα ταξίδι γεμάτο προκλήσεις και χαρές.

  4. Problemas conyugales - συζυγικά προβλήματα

  5. Deben buscar ayuda para resolver sus problemas conyugales.
  6. Πρέπει να αναζητήσουν βοήθεια για να λύσουν τα συζυγικά τους προβλήματα.

  7. Responsabilidades conyugales - συζυγικές ευθύνες

  8. Cada uno debe cumplir con sus responsabilidades conyugales.
  9. Ο καθένας πρέπει να εκπληρώνει τις συζυγικές του ευθύνες.

Ετυμολογία

Η λέξη "conyugal" προέρχεται από τη λατινική λέξη "conjugalis", που σημαίνει "σχετικός με τον γάμο" ή "συζυγικός".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - matrimonial - marital

Αντώνυμα: - soltero (ανύπαντρος) - separado (χωρισμένος)



23-07-2024