Η λέξη "cooperativa" είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.
Φωνητική μεταγραφή: [ko.o.peɾiˈti.βa]
Η λέξη "cooperativa" αναφέρεται σε μια οργάνωση των ανθρώπων που συνεργάζονται για να επιτύχουν κοινά οικονομικά ή κοινωνικά συμφέροντα. Η χρήση της είναι αρκετά συχνή σε κείμενα που σχετίζονται με την οικονομία και τον νομικό τομέα. Χρησιμοποιείται κυρίως σε γραπτό πλαίσιο, αλλά είναι επίσης διαδεδομένη και στον προφορικό λόγο.
Ο συνεταιρισμός αγροτών έχει αυξήσει την παραγωγή του αυτή τη χρονιά.
La cooperativa ofrece precios justos a sus miembros.
"Κάνω έναν συνεταιρισμό" σημαίνει να ενώσουμε τις δυνάμεις μας για να πετύχουμε έναν κοινό σκοπό.
"Ser parte de una cooperativa" puede traer beneficios a los pequeños empresarios.
"Είμαι μέλος ενός συνεταιρισμού" μπορεί να φέρει οφέλη στους μικρούς επιχειρηματίες.
"La cooperativa de trabajo" fomenta la solidaridad entre sus miembros.
"Ο συνεταιρισμός εργασίας" ενισχύει την αλληλεγγύη μεταξύ των μελών του.
"Crear una cooperativa de consumo" ayuda a los consumidores a tener mejores precios.
Η λέξη "cooperativa" προέρχεται από το λατινικό "cooperativus", που σημαίνει "συνεργατικός". Η ρίζα "cooper-" σημαίνει "μαζί" και "operari" σημαίνει "εργάζομαι".
Συνώνυμα: - asociación - unión
Αντώνυμα: - individual (ατομικός) - competencia (ανταγωνισμός)