cooperativa - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

cooperativa (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Η λέξη "cooperativa" είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.

Φωνητική μεταγραφή

Φωνητική μεταγραφή: [ko.o.peɾiˈti.βa]

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία και χρήση

Η λέξη "cooperativa" αναφέρεται σε μια οργάνωση των ανθρώπων που συνεργάζονται για να επιτύχουν κοινά οικονομικά ή κοινωνικά συμφέροντα. Η χρήση της είναι αρκετά συχνή σε κείμενα που σχετίζονται με την οικονομία και τον νομικό τομέα. Χρησιμοποιείται κυρίως σε γραπτό πλαίσιο, αλλά είναι επίσης διαδεδομένη και στον προφορικό λόγο.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. La cooperativa de agricultores ha aumentado su producción este año.
  2. Ο συνεταιρισμός αγροτών έχει αυξήσει την παραγωγή του αυτή τη χρονιά.

  3. La cooperativa ofrece precios justos a sus miembros.

  4. Ο συνεταιρισμός προσφέρει δίκαιες τιμές στους μέλη του.

Ιδιωματικές εκφράσεις με τη λέξη "cooperativa"

  1. "Hacer una cooperativa" significa unir fuerzas para lograr un objetivo común.
  2. "Κάνω έναν συνεταιρισμό" σημαίνει να ενώσουμε τις δυνάμεις μας για να πετύχουμε έναν κοινό σκοπό.

  3. "Ser parte de una cooperativa" puede traer beneficios a los pequeños empresarios.

  4. "Είμαι μέλος ενός συνεταιρισμού" μπορεί να φέρει οφέλη στους μικρούς επιχειρηματίες.

  5. "La cooperativa de trabajo" fomenta la solidaridad entre sus miembros.

  6. "Ο συνεταιρισμός εργασίας" ενισχύει την αλληλεγγύη μεταξύ των μελών του.

  7. "Crear una cooperativa de consumo" ayuda a los consumidores a tener mejores precios.

  8. "Δημιουργία ενός συνεταιρισμού κατανάλωσης" βοηθά τους καταναλωτές να έχουν καλύτερες τιμές.

Ετυμολογία

Η λέξη "cooperativa" προέρχεται από το λατινικό "cooperativus", που σημαίνει "συνεργατικός". Η ρίζα "cooper-" σημαίνει "μαζί" και "operari" σημαίνει "εργάζομαι".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - asociación - unión

Αντώνυμα: - individual (ατομικός) - competencia (ανταγωνισμός)



23-07-2024