Ο όρος "copeo" είναι ουσιαστικό.
Η φωνητική μεταγραφή του "copeo" σύμφωνα με το διεθνές φωνητικό αλφάβητο είναι [koˈpe.o].
Ο όρος "copeo" μπορεί να μεταφραστεί ως: - κοπιάρισμα - κυκλικό πάρτι (σε κάποια περιβάλλοντα)
Στη γλώσσα των Ισπανικών, "copeo" αναφέρεται συνήθως σε μια διαδικασία ή συνήθεια που σχετίζεται με το να πίνεις ή να κάνεις παρέα με φίλους, συχνά σε ένα πάρτι ή σε κοινωνικές εκδηλώσεις. Χρησιμοποιείται περισσότερο στον προφορικό λόγο και είναι χαρακτηριστικός σε νεανικά κοινωνικά περιβάλλοντα. Η συχνότητα της χρήσης του είναι υψηλή σε χαλαρές περιστάσεις.
El sábado hubo un copeo en la casa de Juan.
(Το Σάββατο είχαμε ένα κοπιάρισμα στο σπίτι του Χουάν.)
Me encanta ir de copeo con mis amigos los fines de semana.
(Μου αρέσει να πηγαίνω για κοπιάρισμα με τους φίλους μου τα Σαββατοκύριακα.)
Hacerse un copeo.
(Να κάνεις ένα κοπιάρισμα.)
Συχνά σημαίνει να πηγαίνεις για ποτό ή να βγαίνεις για να περάσεις καλά.
Estar en un copeo.
(Να βρίσκεσαι σε κοπιάρισμα.)
Χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που συμμετέχει σε μια κοινωνική εκδήλωση ή πάρτι.
Invitar a un copeo.
(Να προσκαλέσεις σε κοπιάρισμα.)
Πρόκειται για πρόσκληση σε κοινωνική εκδήλωση με ποτό και διασκέδαση.
Terminar en copeo.
(Να τελειώσεις σε κοπιάρισμα.)
Χρησιμοποιείται όταν μια εκδήλωση ή δραστηριότητα καταλήγει με ποτό και κοινωνική συναναστροφή.
Η λέξη "copeo" προέρχεται από τη λέξη "copa", που σημαίνει "ποτήρι" ή "ποτό". Η κατάληξη "eo" είναι μια μορφή που χρησιμοποιείται στη νεανική γλώσσα για να αναφερόμαστε σε δραστηριότητες που σχετίζονται με το να πίνεις και να περνάς καλά.
Συνώνυμα: - Fiesta (πάρτι) - Juerga (ξέφρενο γλέντι)
Αντώνυμα: - Sobriedad (νηφαλιότητα) - Seriedad (σοβαρότητα)