Το "copiar" είναι ρήμα.
/koˈpjaɾ/
Το "copiar" σημαίνει να δημιουργήσεις ένα αντίγραφο κάποιου έργου, κειμένου ή αντικειμένου. Χρησιμοποιείται σε ποικιλία καταστάσεων στην καθημερινή γλώσσα, όπως σε σχολικά περιβάλλοντα, στο νόμο (όπου μπορεί να αναφέρεται στην αντίγραψη εγγράφων), και στην ψηφιακή εποχή αναφερόμενο σε διαδικασίες όπως η αντιγραφή αρχείων.
Η συχνότητα χρήσης του "copiar" είναι αρκετά υψηλή, ιδίως στον προφορικό λόγο, καθώς οι άνθρωποι αναφέρονται συχνά στη διαδικασία της αντιγραφής σε καθημερινές συζητήσεις.
Θα αντιγράψω τη δουλειά του φίλου μου.
Es ilegal copiar obras de arte sin permiso.
Είναι παράνομο να αντιγράφεις έργα τέχνης χωρίς άδεια.
Necesito copiar este documento para la reunión.
Το "copiar" χρησιμοποιείται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα:
Είναι εύκολο να αποκτήσεις πληροφορίες, απλά πρέπει να αντιγράψεις και να επικολλήσεις.
No se puede copiar a los demás
Στη ζωή, δεν μπορείς να αντιγράφεις τους άλλους, πρέπει να είσαι αυθεντικός.
Copiar de memoria
Η λέξη "copiar" προέρχεται από τη λατινική λέξη "copiare", που σημαίνει "να επαναλάβεις" ή "να αναπαραγάγεις".
Συνώνυμα: - reproducir (αναπαράγω) - duplicar (διπλασιάζω)
Αντώνυμα: - destruir (καταστρέφω) - ignorar (αγνοώ)
Αυτές οι πληροφορίες καλύπτουν διάφορες πτυχές της λέξης "copiar" στην ισπανική γλώσσα, αναδεικνύοντας τη σημασία και τη χρήση της σε διαφορετικά συμφραζόμενα.