Επίθετο (adjetivo)
/kopiˈoso/
Η λέξη "copioso" χρησιμοποιείται στη γλώσσα των Ισπανικών για να περιγράψει κάτι που είναι άφθονο, πλούσιο ή σε μεγάλη ποσότητα. Η συχνότητα χρήσης της είναι μέση, και μπορεί να εμφανίζεται σε τόσο προφορικό όσο και γραπτό λόγο, αλλά περισσότερο στο γραπτό πλαίσιο όταν περιγράφει καταστάσεις ή χαρακτηριστικά.
Η συγκομιδή ήταν άφθονη φέτος.
La lluvia fue copiosa y causó inundaciones.
Η βροχή ήταν άφθονη και προκάλεσε πλημμύρες.
Su generosidad es copiosa, siempre está ayudando a los demás.
Η λέξη "copioso" δεν χρησιμοποιείται πολύ σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά σε συζητήσεις μπορεί να περιγραφούν καταστάσεις με την έννοια του πλούτου ή της αφθονίας.
Η χαρά σου είναι άφθονη και μεταδοτική.
La copiosa comida en la fiesta fue impresionante.
Η άφθονη φαγητό στο πάρτι ήταν εντυπωσιακή.
El éxito copioso de la película sorprendió a todos.
Η λέξη "copioso" προέρχεται από το λατινικό "copiosus" που σημαίνει πλούσιος, πλούσιος σε αφθονία.
Συνώνυμα: - abundante (άφθονος) - plétora (πληθώρα)
Αντώνυμα: - escaso (σπάνιος) - limitado (περιορισμένος)