Copulativo είναι επίθετο.
Φωνητική μεταγραφή: /kopuˈla.ti.βo/
Η λέξη copulativo χρησιμοποιείται στην ισπανική γλώσσα για να αναφερθεί σε κάτι που συνδέει ή συνδυάζει δύο ή περισσότερες έννοιες. Συνήθως χρησιμοποιείται στον γραμματικό τομέα για να περιγράψει συγκεκριμένους τύπους ρημάτων που λειτουργούν ως σύνδεσμοι (π.χ. τα ρήματα "ser" και "estar"). Είναι πιο συχνά χρησιμοποιούμενη σε γραπτό πλαίσιο παρά στον προφορικό, αν και μπορεί να εμφανιστεί και στις δύο μορφές.
La palabra "es" es un verbo copulativo.
(Η λέξη "είναι" είναι ένα νοηματικό ρήμα.)
En la oración, el verbo copulativo conecta el sujeto con el complemento.
(Στην πρόταση, το νοηματικό ρήμα συνδέει το υποκείμενο με το συμπλήρωμα.)
Los verbos copulativos son esenciales en la gramática española.
(Τα νοηματικά ρήματα είναι απαραίτητα στη γραμματική των ισπανικών.)
Στην ισπανική γλώσσα, το copulativo δεν έχει πολλές ιδιωματικές εκφράσεις που να το περιλαμβάνουν, αλλά μπορεί να ενσωματωθεί σε πολλές γραμματικές εξηγήσεις ή αναλύσεις.
Un verbo copulativo une el sujeto al atributo.
(Ένα νοηματικό ρήμα συνδέει το υποκείμενο με το χαρακτηριστικό.)
Cuando usas un verbo copulativo, defines una relación.
(Όταν χρησιμοποιείς ένα νοηματικό ρήμα, ορίζεις μια σχέση.)
El uso de verbos copulativos en la enseñanza es fundamental.
(Η χρήση νοηματικών ρημάτων στη διδασκαλία είναι θεμελιώδης.)
Η λέξη copulativo προέρχεται από το λατινικό "copulativus", το οποίο σημαίνει "συνδυαστικός" ή "συνοδευτικός".
Συνώνυμα: - Conectivo - Ligativo
Αντώνυμα: - Desconectivo - Separativo
Αυτές οι πληροφορίες καλύπτουν τη λέξη copulativo και την χρήση της στην ισπανική γλώσσα, συμπεριλαμβανομένων παραδειγμάτων και άλλων σχετικών στοιχείων.