Το "coraje" είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.
Η φωνητική μεταγραφή του "coraje" είναι: /koˈɾaxe/
Η λέξη "coraje" χρησιμοποιείται στην ισπανική γλώσσα για να περιγράψει την έννοια του θάρρους ή του κουράγιου, δηλαδή την εσωτερική δύναμη που χρειάζεται κανείς για να αντιμετωπίσει δύσκολες καταστάσεις ή προκλήσεις. Στην καθημερινή ομιλία, οι Ισπανοί τη χρησιμοποιούν κυρίως σε προφορικό λόγο, αλλά είναι επίσης κοινή στο γραπτό πλαίσιο.
Ella tiene mucho coraje para enfrentar sus miedos.
(Αυτή έχει πολλή θάρρος για να αντιμετωπίσει τους φόβους της.)
Se necesita coraje para tomar decisiones difíciles.
(Χρειάζεται θάρρος για να πάρεις δύσκολες αποφάσεις.)
Η λέξη "coraje" συχνά εμφανίζεται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα:
Para ser feliz, hay que tener coraje y seguir adelante.
(Για να είσαι ευτυχισμένος, πρέπει να έχεις θάρρος και να προχωρήσεις εμπρός.)
Perder el coraje (να χάσεις το θάρρος):
No puedes perder el coraje ahora que estás tan cerca de tu meta.
(Δεν μπορείς να χάσεις το θάρρος τώρα που είσαι τόσο κοντά στον στόχο σου.)
Dar coraje (να δίνεις θάρρος):
Η λέξη "coraje" προέρχεται από το λατινικό "coraticum", το οποίο σχετίζεται με τη λέξη "cor", που σημαίνει "καρδιά". Αυτή η ετυμολογία υποδηλώνει ότι το θάρρος συνδέεται άμεσα με την καρδιά, ως σύμβολο σταθερότητας και αντίστασης.
Συνώνυμα: - valentía (γενναιότητα) - arrojo (τόλμη)
Αντώνυμα: - cobardía (δειλία) - miedo (φόβος)