Ο όρος "coral" είναι ένα ουσιαστικό (sustantivo) στη γλώσσα Ισπανικά.
Η φωνητική μεταγραφή του "coral" είναι: [koˈɾal].
Η λέξη "coral" αναφέρεται σε μια συλλογή θαλάσσιων οργανισμών που ανήκουν στην τάξη των υδρογονοφόρων. Τα κοράλλια είναι συνήθως στατικά, σχηματίζουν κοραλλιογενείς υφάλους, και είναι γνωστά για τις ικανότητές τους να χτίζουν θαλάσσιους σχηματισμούς από ανθοφύτες. Στη γλώσσα Ισπανικά, χρησιμοποιείται κυρίως σε περιγραφές θαλάσσιων οικοσυστημάτων και αναφορές στην υποθαλάσσια ζωή. Χρησιμοποιείται συχνά και στις επιστήμες της ανατομίας και της ζωολογίας, αλλά και στη γεωγραφία όταν γίνεται λόγος για ειδικά θαλάσσια περιβάλλοντα.
Los arrecifes de coral son esenciales para la biodiversidad marina.
(Οι κοραλλιογενείς ύφαλοι είναι απαραίτητοι για τη θαλάσσια βιοποικιλότητα.)
En el océano, los corales crean hábitats para muchas especies.
(Στον ωκεανό, τα κοράλλια δημιουργούν ενδιαιτήματα για πολλές ειδικότητες.)
Η λέξη "coral" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις, αν και δεν είναι ιδιαίτερα διαδεδομένη σε τέτοιες.
"El coral en su voz" se refiere a un tono armonioso y agradable.
(Το κοράλλι στη φωνή του αναφέρεται σε μια αρμονική και ευχάριστη χροιά.)
"Aguantar como un coral" indica soportar algo a pesar de las dificultades.
(Να αντέξεις σαν ένα κοράλλι σημαίνει να αντέξεις κάτι παρά τις δυσκολίες.)
Η λέξη "coral" προέρχεται από το λατινικό "corallium", που αναφέρεται στους θαλάσσιους οργανισμούς που δημιουργούν κοραλλιογενείς ύφαλους.
Συνώνυμα: - Arrecife (ύφαλος) - Fruto del mar (θαλάσσια παραγωγή)
Αντώνυμα: - Desierto (έρημος – μεταφορικά για την έλλειψη θαλάσσιων οργανισμών ή βιοποικιλότητας)
Αυτές οι πληροφορίες παρέχουν μια αναλυτική ματιά στη λέξη "coral" και τη χρήση της στη γλώσσα Ισπανικά.