Η λέξη "corbata" είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "corbata" είναι /koɾˈβata/.
Η λέξη "corbata" αναφέρεται σε ένα αξεσουάρ μόδας που χρησιμοποιείται συνήθως σε επίσημες ή ημι-επίσημες περιστάσεις, το οποίο φοριέται γύρω από το λαιμό και δένεται. Στη γλώσσα των Ισπανών, η λέξη χρησιμοποιείται ευρέως και είναι συχνά παρούσα σε κείμενα σχετικά με τη μόδα, τις επιχειρήσεις και την κοινωνική ζωή. Η χρήση της είναι εξίσου συχνή τόσο στον προφορικό λόγο όσο και στο γραπτό πλαίσιο.
Αυτός πάντα φοράει μια κομψή γραβάτα στις συναντήσεις.
La corbata que compré es de seda.
Η γραβάτα που αγόρασα είναι από μετάξι.
Necesito una corbata nueva para la boda.
Χρησιμοποιείται για να δηλώσει ότι η ζωή δεν είναι απλώς αφηρημένες έννοιες ή προφίλ, αλλά περιλαμβάνει και πρακτικά θέματα.
"Atarse la corbata" - Να δέσει τη γραβάτα.
Χρησιμοποιείται για να περιγράψει την προετοιμασία ή την προσαρμογή σε μια επίσημη περίσταση.
"Con corbata o sin corbata" - Με γραβάτα ή χωρίς γραβάτα.
Δείχνει μια ανοικτή στάση απέναντι σε κοινωνικές απαιτήσεις ή κανόνες (π.χ. τη σημασία της εμφάνισης).
"Bajar la corbata" - Να χαμηλώσει τη γραβάτα.
Η λέξη "corbata" προέρχεται από τη γαλλική λέξη "cravate", που χρησιμοποιείται επίσης για να περιγράψει την γραβάτα. Η λέξη "cravate" προέρχεται από την κροατική λέξη "Hrvat", που αναφερόταν στους κροάτες στρατιώτες οι οποίοι φορούσαν κορδόνια γύρω από τον λαιμό τους ως μέρος της ενδυμασίας τους.
nudo (κόμπος)
Αντώνυμα: