corchete - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

corchete (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Corchete είναι ουσιαστικό.

Φωνητική μεταγραφή

Η φωνητική μεταγραφή του "corchete" με το διεθνές φωνητικό αλφάβητο είναι: /koɾˈxete/.

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Ο όρος "corchete" μπορεί να μεταφραστεί στα Ελληνικά ως "άγκιστρο" ή "σφήνα", ανάλογα με το πλαίσιο χρήσης.

Σημασία της λέξης

Η λέξη "corchete" αναφέρεται κυρίως σε ένα μικρό αντικείμενο ή εργαλείο που χρησιμοποιείται για τη στήριξη ή στερέωση στοιχείων. Στα πλαίσια των στρατιωτικών και τεχνικών εφαρμογών, μπορεί να αναφέρεται σε σχήμα ή κομμάτι που βοηθά στη συγκράτηση ή την ένωση διαφορετικών κατασκευών. Στη γλώσσα των στρατιωτικών, μπορεί να έχει ειδικά παραρτήματα σε ό,τι αφορά οπλισμούς, στήριξη και σχεδίαση. Η χρήση της λέξης είναι συχνή και μπορεί να παρατηρηθεί συχνά τόσο σε γραπτό όσο και σε προφορικό λόγο.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. El corchete sostiene el papel en su lugar.
    (Το άγκιστρο κρατάει το χαρτί στη θέση του.)

  2. Necesitamos un corchete para asegurar la estructura.
    (Χρειαζόμαστε ένα άγκιστρο για να ασφαλίσουμε τη δομή.)

  3. El corchete se utiliza en la fabricación de muebles.
    (Το άγκιστρο χρησιμοποιείται στην κατασκευή επίπλων.)

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "corchete" δεν έχει πολλές εκφράσεις, αλλά μπορεί να συναντηθεί σε παρόμοιες επικοινωνίες σχετικά με την κατασκευή και την τεχνική.

Παραδείγματα ιδιωματικών εκφράσεων

  1. Poner un corchete en el plan.
    (Να βάλεις ένα άγκιστρο στο σχέδιο.)

  2. Usar un corchete para unir documentos.
    (Χρησιμοποιήστε ένα άγκιστρο για να ενώσετε έγγραφα.)

  3. El profesor nos enseñó a utilizar el corchete correctamente.
    (Ο καθηγητής μας δίδαξε να χρησιμοποιούμε σωστά το άγκιστρο.)

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη "corchete" προέρχεται από την ισπανική λέξη "corchar", η οποία σημαίνει να δεν σε βάζουμε ή να κλείνουμε κάτι, συχνά χρησιμοποιούμενα σε στρατηγικές συγκράτησης ή στήριξης.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - Gancho (γάντζος) - Clavo (καρφί)

Αντώνυμα: - Desprender (ξεχωρίζω/απομάκρυνση) - Separar (διαχωρίζω)



22-07-2024