Η λέξη "cordón" είναι ουσιαστικό (sustantivo).
Η φωνητική μετάφραση της λέξης "cordón" στο διεθνές φωνητικό αλφάβητο είναι: /koɾˈðon/.
Η λέξη "cordón" αναφέρεται συνήθως σε ένα μακρύ, εύκαμπτο αντικείμενο που μπορεί να χρησιμοποιηθεί για διάφορους σκοπούς, όπως το δέσιμο, η συγκράτηση ή η διακόσμηση. Αυτή η λέξη χρησιμοποιείται συχνά στη γλώσσα των ισπανικών, και έχει φυσική παρουσία τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο.
(Το κορδόνι των παπουτσιών μου είναι σπασμένο.)
Necesito un cordón para atar la caja.
(Χρειάζομαι ένα λώρο για να δέσω το κουτί.)
El cordón de seguridad es muy importante.
Η λέξη "cordón" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα:
Χρησιμοποιείται για να σημαίνει ότι κάποιος είναι αυστηρός ή έτοιμος να ελέγξει κάτι.
Cortarle el cordón a alguien.
Αυτή η έκφραση μπορεί να αναφέρεται στο να πάψει κάποιος την εξάρτησή του από κάποιον άλλο.
Estar a un cordón de distancia.
Η λέξη "cordón" προέρχεται από το λατινικό "chordō", το οποίο σημαίνει "χορδή" ή "σχοινί".
Με αυτές τις πληροφορίες, μπορείτε να κατανοήσετε πλήρως τη χρήση της λέξης "cordón" στην ισπανική γλώσσα, καθώς και τις πολιτιστικές και γλωσσικές της πτυχές.