Το "coro" είναι ουσιαστικό.
Φωνητική μεταγραφή: /ˈkoɾo/
Στην ισπανική γλώσσα, η λέξη "coro" αναφέρεται κυρίως σε μια ομάδα ατόμων που τραγουδούν μαζί, δηλαδή μια χορωδία. Χρησιμοποιείται σε μουσικά και θεατρικά πλαίσια, αλλά και σε πιο γενικές παραπομπές σε χορούς ή ομάδες τραγουδιστών. Η χρήση του "coro" είναι συχνή στον προφορικό λόγο, αλλά και στο γραπτό κείμενο, ειδικά σε περιγραφές μουσικών παραστάσεων.
El coro del colegio presentó un concierto impresionante.
(Η χορωδία του σχολείου παρουσίασε μια εντυπωσιακή συναυλία.)
En la ópera, el coro juega un papel muy importante.
(Στην όπερα, η χορωδία παίζει πολύ σημαντικό ρόλο.)
Η λέξη "coro" χρησιμοποιείται και σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις, κυρίως για να περιγράψει συνεργασία ή συμμετοχή. Ακολουθούν μερικές παραδείγματα:
Cantar en coro significa que todos deben estar en sintonía.
(Να τραγουδάς σε χορό σημαίνει ότι όλοι πρέπει να είναι σε αρμονία.)
El coro de opiniones es importante para tomar decisiones.
(Η χορωδία των απόψεων είναι σημαντική για τη λήψη αποφάσεων.)
Hacer coro a alguien significa apoyar sus ideas.
(Να κάνεις χορό σε κάποιον σημαίνει ότι υποστηρίζεις τις ιδέες του.)
Η λέξη "coro" προέρχεται από την λατινική λέξη "chorus", η οποία είχε παρόμοια σημασία. Συνδέεται με τη μουσική και τη συγκέντρωση φωνών ή χορευτών.
Συνώνυμα: - coro (χορωδία) - conjunto vocal (φωνοσύνολο)
Αντώνυμα: - silencio (σιωπή)