corpulento - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

corpulento (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Επίθετο.

Φωνητική μεταγραφή

/koɾpuˈlento/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη "corpulento" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον ή κάτι που έχει μεγάλα ή παχιά χαρακτηριστικά, συχνά αναφερόμενη στο σωματικό βάρος ή την μυϊκή μάζα ενός ατόμου. Χρησιμοποιείται περισσότερο σε γραπτό κείμενο, αλλά μπορεί να φανεί και στον προφορικό λόγο, κυρίως στον τομέα της περιγραφής φυσικών χαρακτηριστικών.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. El hombre corpulento caminaba por el parque.
  2. Ο ογκώδης άντρας περπατούσε στο πάρκο.

  3. Sus amigos lo describieron como una persona corpulenta y amable.

  4. Οι φίλοι του τον περιέγραψαν ως ένα ογκώδη και ευγενικό άτομο.

  5. En la tienda, encontré una chaqueta adecuada para mi cuerpo corpulento.

  6. Στο κατάστημα, βρήκα ένα μπουφάν κατάλληλο για το ογκώδες σώμα μου.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "corpulento" δεν έχει πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε μερικές φράσεις που περιγράφουν φυσικά ή μεταφορικά χαρακτηριστικά: 1. Se siente corpulento después de comer tanto. - Νιώθει ογκώδης μετά από τόσες πολλές φαγητό.

  1. A pesar de ser corpulento, es muy ágil.
  2. Παρά το ότι είναι ογκώδης, είναι πολύ ευέλικτος.

  3. El atleta corpulento ganó la competencia de fuerza.

  4. Ο ογκώδης αθλητής κέρδισε τον διαγωνισμό δύναμης.

  5. Aunque tiene un cuerpo corpulento, sabe moverse con gracia.

  6. Αν και έχει ογκώδες σώμα, ξέρει να κινείται με χάρη.

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη "corpulento" προέρχεται από το λατινικό "corpulens" που σημαίνει "μεγάλο σώμα". Συνδυάζει τις ρίζες "corpus" (σώμα) και το επίθημα "-lento" που δηλώνει κατάσταση ή ποιότητα.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα

Αντώνυμα



23-07-2024