Επίθετο.
/koɾpuˈlento/
Η λέξη "corpulento" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον ή κάτι που έχει μεγάλα ή παχιά χαρακτηριστικά, συχνά αναφερόμενη στο σωματικό βάρος ή την μυϊκή μάζα ενός ατόμου. Χρησιμοποιείται περισσότερο σε γραπτό κείμενο, αλλά μπορεί να φανεί και στον προφορικό λόγο, κυρίως στον τομέα της περιγραφής φυσικών χαρακτηριστικών.
Ο ογκώδης άντρας περπατούσε στο πάρκο.
Sus amigos lo describieron como una persona corpulenta y amable.
Οι φίλοι του τον περιέγραψαν ως ένα ογκώδη και ευγενικό άτομο.
En la tienda, encontré una chaqueta adecuada para mi cuerpo corpulento.
Η λέξη "corpulento" δεν έχει πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε μερικές φράσεις που περιγράφουν φυσικά ή μεταφορικά χαρακτηριστικά: 1. Se siente corpulento después de comer tanto. - Νιώθει ογκώδης μετά από τόσες πολλές φαγητό.
Παρά το ότι είναι ογκώδης, είναι πολύ ευέλικτος.
El atleta corpulento ganó la competencia de fuerza.
Ο ογκώδης αθλητής κέρδισε τον διαγωνισμό δύναμης.
Aunque tiene un cuerpo corpulento, sabe moverse con gracia.
Η λέξη "corpulento" προέρχεται από το λατινικό "corpulens" που σημαίνει "μεγάλο σώμα". Συνδυάζει τις ρίζες "corpus" (σώμα) και το επίθημα "-lento" που δηλώνει κατάσταση ή ποιότητα.