Η λέξη "corregir" σημαίνει "να διορθώνω" ή "να επιδιορθώνω". Χρησιμοποιείται συνήθως σε διάφορα πλαίσια, όπως η εκπαίδευση, η νομική ορολογία, ή στην καθημερινή ζωή για να αναφέρεται στην πράξη της διόρθωσης λαθών, σφαλμάτων ή αδικιών. Είναι μία λέξη που εμφανίζεται σε γραπτό και προφορικό λόγο, αν και είναι πιο συνηθισμένη σε γραπτές καταστάσεις, όπως όταν γίνεται αναφορά σε σχολικά έργα ή επίσημα έγγραφα.
Es necesario corregir los errores en el examen.
(Είναι απαραίτητο να διορθωθούν τα λάθη στην εξέταση.)
El profesor va a corregir los trabajos esta tarde.
(Ο καθηγητής θα διορθώσει τις εργασίες το απόγευμα.)
Debemos corregir la injusticia que se ha cometido.
(Πρέπει να διορθώσουμε την αδικία που έχει διαπραχθεί.)
Η λέξη "corregir" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες ιδιωτικές εκφράσεις, που επισημαίνουν τη διαδικασία διορθώσεων.
Es importante corregir a alguien cuando comete un error.
(Είναι σημαντικό να διορθώνεις κάποιον όταν διαπράττει ένα λάθος.)
Corregir el tiro:
(Διορθώνω την πορεία / την κατεύθυνση)
Necesito corregir el tiro para que la presentación sea perfecta.
(Πρέπει να διορθώσω την πορεία για να είναι η παρουσίαση τέλεια.)
Corregir el rumbo:
(Διορθώνω την πορεία)
Η λέξη "corregir" έχει λατινικές ρίζες, προερχόμενη από το "corrigere", όπου "cor-" σημαίνει "μαζί" και "regere" σημαίνει "να κατευθύνω" ή "να οδηγώ". Έτσι, η έννοια εκφράζει την έννοια της διόρθωσης ή της κατεύθυνσης προς το σωστό.