corregir - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

corregir (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Φωνητική μεταγραφή

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία και Χρήση

Η λέξη "corregir" σημαίνει "να διορθώνω" ή "να επιδιορθώνω". Χρησιμοποιείται συνήθως σε διάφορα πλαίσια, όπως η εκπαίδευση, η νομική ορολογία, ή στην καθημερινή ζωή για να αναφέρεται στην πράξη της διόρθωσης λαθών, σφαλμάτων ή αδικιών. Είναι μία λέξη που εμφανίζεται σε γραπτό και προφορικό λόγο, αν και είναι πιο συνηθισμένη σε γραπτές καταστάσεις, όπως όταν γίνεται αναφορά σε σχολικά έργα ή επίσημα έγγραφα.

Παραδείγματα Προτάσεων

  1. Es necesario corregir los errores en el examen.
    (Είναι απαραίτητο να διορθωθούν τα λάθη στην εξέταση.)

  2. El profesor va a corregir los trabajos esta tarde.
    (Ο καθηγητής θα διορθώσει τις εργασίες το απόγευμα.)

  3. Debemos corregir la injusticia que se ha cometido.
    (Πρέπει να διορθώσουμε την αδικία που έχει διαπραχθεί.)

Ιδιωματικές Εκφράσεις

Η λέξη "corregir" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες ιδιωτικές εκφράσεις, που επισημαίνουν τη διαδικασία διορθώσεων.

  1. Corregir a alguien:
    (Να διορθώνεις κάποιον)
  2. Es importante corregir a alguien cuando comete un error.
    (Είναι σημαντικό να διορθώνεις κάποιον όταν διαπράττει ένα λάθος.)

  3. Corregir el tiro:
    (Διορθώνω την πορεία / την κατεύθυνση)

  4. Necesito corregir el tiro para que la presentación sea perfecta.
    (Πρέπει να διορθώσω την πορεία για να είναι η παρουσίαση τέλεια.)

  5. Corregir el rumbo:
    (Διορθώνω την πορεία)

  6. Es necesario corregir el rumbo de la empresa para evitar caer en la crisis.
    (Είναι απαραίτητο να διορθωθεί η πορεία της επιχείρησης για να αποφευχθεί η κρίση.)

Ετυμολογία

Η λέξη "corregir" έχει λατινικές ρίζες, προερχόμενη από το "corrigere", όπου "cor-" σημαίνει "μαζί" και "regere" σημαίνει "να κατευθύνω" ή "να οδηγώ". Έτσι, η έννοια εκφράζει την έννοια της διόρθωσης ή της κατεύθυνσης προς το σωστό.

Συνώνυμα και Αντώνυμα



22-07-2024