Correlativo είναι επίθετο. Στα Ισπανικά χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που έχει σχέση ή είναι σχετικό με μια άλλη κατάσταση ή γνώρισμα, συνήθως σε σχήματα ή δομές.
/ko.ɾe.laˈɾi.βo/
Η λέξη "correlativo" χρησιμοποιείται κυρίως σε γλώσσα και γραμματική για να περιγράψει στοιχεία που είναι συσχετισμένα μεταξύ τους, όπως οι αναλογίες και οι συνέχειες. Συναντάται συχνά σε γραπτές αναφορές και επιστημονικά κείμενα, αλλά είναι επίσης συχνή στον προφορικό λόγο, ιδίως σε ακαδημαϊκά και εκπαιδευτικά περιβάλλοντα.
La relación correlativa entre el estudio y el rendimiento escolar es evidente.
(Η συσχετισμένη σχέση μεταξύ της μελέτης και της σχολικής απόδοσης είναι προφανής.)
Los conceptos correlativos en la lingüística ayudan a entender la estructura del lenguaje.
(Οι σχετικοί έννοιες στη γλωσσολογία βοηθούν να κατανοηθεί η δομή της γλώσσας.)
Η λέξη "correlativo" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις:
El efecto correlativo de sus acciones fue inmediato.
(Ο σχετικός επηρεασμός από τις ενέργειές του ήταν άμεσος.)
Busca siempre el paralelo correlativo en las situaciones.
(Καθώς πάντα ψάχνει για το σχετικό παράλληλο στις καταστάσεις.)
La investigación mostró un vínculo correlativo entre la salud mental y la actividad física.
(Η έρευνα έδειξε μια συσχετισμένη σύνδεση μεταξύ της ψυχικής υγείας και της σωματικής δραστηριότητας.)
En las matemáticas, es importante entender la relación correlativa de las variables.
(Στα μαθηματικά, είναι σημαντικό να κατανοήσουμε τη συσχετισμένη σχέση των μεταβλητών.)
Η λέξη "correlativo" προέρχεται από τη λατινική λέξη "correlativus", η οποία είναι σύνθεση της πρόθεσης "cor-" (μαζί) και του "relativus" (σχετικός).
Συνώνυμα: - Relacionado - Asociado
Αντώνυμα: - Irrelevante - Independiente