Το "correr" είναι ρήμα.
Η φωνητική μεταγραφή με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφάβητου (IPA) είναι: /koˈreɾ/
Η λέξη "correr" σημαίνει "τρέχω" και χρησιμοποιείται για να περιγράψει την πράξη της ταχείας κίνησης με τα πόδια. Είναι ένα κοινό ρήμα σε πολλές καταστάσεις, κυρίως στον προφορικό λόγο. Στη γλώσσα των Ισπανών, η συχνότητα χρήσης του είναι αρκετά υψηλή, καθώς χρησιμοποιείται καθημερινά σε πολλές πτυχές της ζωής.
Παραδειγματικές προτάσεις: - Yo corro en el parque todos los días. - (Τρέχω στο πάρκο κάθε μέρα.)
Η λέξη "correr" εμφανίζεται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στα ισπανικά. Μερικές από αυτές είναι:
Correr para no andar: (Τρέχω για να μην περπατώ) - Χρησιμοποιείται όταν κάποιος ενεργεί με υψηλή ένταση για να αποφύγει κάτι δυσάρεστο.
Correr el riesgo: (Αναλαμβάνω τον κίνδυνο) - Αναφέρεται στην απόφαση να αναλάβεις τον κίνδυνο κάποιου γεγονότος ή απόφασης.
Correr como el viento: (Τρέχω σαν τον άνεμο) - Ουσιαστικά σημαίνει ότι κάποιος τρέχει πολύ γρήγορα.
Παραδειγματικές προτάσεις: - No es bueno correr para no andar, es mejor planificar. - (Δεν είναι καλό να τρέχεις για να μην περπατάς, είναι καλύτερο να σχεδιάζεις.)
(Αποφάσισα να αναλάβω τον κίνδυνο να επενδύσω σε αυτή την επιχείρηση.)
Mis amigos corren como el viento durante la carrera.
Το ρήμα "correr" προέρχεται από τη Λατινική λέξη "currere", που σημαίνει "τρέχω" ή "κινώ".
Συνώνυμα: - Trotar: (τρέχω με μέτρια ταχύτητα) - Avanzar: (προχωρώ)
Αντώνυμα: - Parar: (σταματώ) - Descansar: (ξεκουράζομαι)