Το "correrse" είναι ρήμα.
[koˈɾɾeɾse]
Το "correrse" έχει διάφορες σημασίες ανάλογα με το πλαίσιο. Στην κυριολεκτική του έννοια, αναφέρεται στο «να τρέξεις» ή να «μετακινηθείς γρήγορα». Σε πιο μεταφορικές ή ιδιωματικές χρήσεις, μπορεί να αναφέρεται σε «υποχώρηση» ή «απόσυρση», καθώς και σε διαδικασίες που σχετίζονται με την σεξουαλική απόλαυση ή συναισθηματική απελευθέρωση.
Είναι ένα σύνηθες ρήμα, που χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο.
Voy a correrme para llegar a tiempo.
Θα τρέξω για να φτάσω εγκαίρως.
Ella se corrió al escuchar la noticia.
Αυτή απομακρύνθηκε μόλις άκουσε την είδηση.
Το "correrse" συχνά χρησιμοποιείται σε ιδιωματικές εκφράσεις, μερικές από τις οποίες περιλαμβάνουν:
Echarse a correr
Todo el mundo se echó a correr cuando sonó la alarma.
Όλος ο κόσμος άρχισε να τρέχει όταν χτύπησε ο συναγερμός.
Correr riesgos
A veces hay que correr riesgos para lograr tus sueños.
Μερικές φορές πρέπει να αναλάβεις κινδύνους για να καταφέρεις τα όνειρά σου.
Correr como un loco
Corrí como un loco para alcanzar el autobús.
Έτρεξα σαν τρελός για να προλάβω το λεωφορείο.
Correr la voz
Es importante correr la voz sobre el evento.
Είναι σημαντικό να διαδώσουμε την είδηση για το γεγονός.
Το ρήμα "correrse" προέρχεται από το λατινικό "currere", που σημαίνει «τρέχω». Κρατάει την έννοια της κίνησης και της ταχύτητας από την αρχαία του προέλευση.