correrse - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

correrse (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Το "correrse" είναι ρήμα.

Φωνητική μεταγραφή

[koˈɾɾeɾse]

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία και χρήση

Το "correrse" έχει διάφορες σημασίες ανάλογα με το πλαίσιο. Στην κυριολεκτική του έννοια, αναφέρεται στο «να τρέξεις» ή να «μετακινηθείς γρήγορα». Σε πιο μεταφορικές ή ιδιωματικές χρήσεις, μπορεί να αναφέρεται σε «υποχώρηση» ή «απόσυρση», καθώς και σε διαδικασίες που σχετίζονται με την σεξουαλική απόλαυση ή συναισθηματική απελευθέρωση.

Είναι ένα σύνηθες ρήμα, που χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. Voy a correrme para llegar a tiempo.
    Θα τρέξω για να φτάσω εγκαίρως.

  2. Ella se corrió al escuchar la noticia.
    Αυτή απομακρύνθηκε μόλις άκουσε την είδηση.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Το "correrse" συχνά χρησιμοποιείται σε ιδιωματικές εκφράσεις, μερικές από τις οποίες περιλαμβάνουν:

  1. Echarse a correr
    Todo el mundo se echó a correr cuando sonó la alarma.
    Όλος ο κόσμος άρχισε να τρέχει όταν χτύπησε ο συναγερμός.

  2. Correr riesgos
    A veces hay que correr riesgos para lograr tus sueños.
    Μερικές φορές πρέπει να αναλάβεις κινδύνους για να καταφέρεις τα όνειρά σου.

  3. Correr como un loco
    Corrí como un loco para alcanzar el autobús.
    Έτρεξα σαν τρελός για να προλάβω το λεωφορείο.

  4. Correr la voz
    Es importante correr la voz sobre el evento.
    Είναι σημαντικό να διαδώσουμε την είδηση για το γεγονός.

Ετυμολογία

Το ρήμα "correrse" προέρχεται από το λατινικό "currere", που σημαίνει «τρέχω». Κρατάει την έννοια της κίνησης και της ταχύτητας από την αρχαία του προέλευση.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα

Αντώνυμα



23-07-2024