corresponsal - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

corresponsal (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Corresponsal είναι ουσιαστικό.

Φωνητική μετα transcription

[koɾesponsal]

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη corresponsal αναφέρεται σε κάποιον που εργάζεται ως ανταποκριτής, συνήθως σε δημοσιογραφικό ή πληροφοριακό πλαίσιο, που παρέχει πληροφορίες και ειδήσεις από μια συγκεκριμένη τοποθεσία ή ένα μέρος. Συνήθως χρησιμοποιείται στον τομέα των μέσων ενημέρωσης, όπως στις εφημερίδες και τα τηλεοπτικά κανάλια. Η χρήση της είναι πιο συχνή στον γραπτό λόγο, αλλά και στον προφορικό, ειδικά σε δημοσιογραφικές συνεντεύξεις ή ρεπορτάζ.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. El corresponsal de la agencia estuvo en el lugar de los hechos.
  2. Ο ανταποκριτής του πρακτορείου ήταν στο σημείο των γεγονότων.

  3. La corresponsal de televisión reportó sobre la situación actual en el país.

  4. Η τηλεοπτική ανταποκρίτρια ανέφερε την τρέχουσα κατάσταση στη χώρα.

  5. Los corresponsales internacionales tienen un trabajo difícil en tiempos de crisis.

  6. Οι διεθνείς ανταποκριτές έχουν δύσκολο έργο σε περιόδους κρίσης.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη corresponsal μπορεί να χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις:

  1. Corresponsal de guerra
  2. Η έκφραση αυτή αναφέρεται σε ανταποκριτή που καλύπτει πολεμικές καταστάσεις.
  3. El corresponsal de guerra informa sobre los últimos acontecimientos en el frente.
  4. Ο ανταποκριτής πολέμου ενημερώνει για τις τελευταίες εξελίξεις στο μέτωπο.

  5. Corresponsal extranjero

  6. Αναφέρεται σε ανταποκριτή που εργάζεται στο εξωτερικό για την κάλυψη διεθνών ειδήσεων.
  7. El corresponsal extranjero tiene que lidiar con muchos retos en su trabajo.
  8. Ο ξένος ανταποκριτής πρέπει να αντιμετωπίσει πολλές προκλήσεις στη δουλειά του.

  9. Corresponsal de deportes

  10. Δηλώνει έναν ανταποκριτή που ειδικεύεται σε αθλητικά θέματα.
  11. El corresponsal de deportes cubrió el último partido de la liga.
  12. Ο ανταποκριτής αθλητικών ειδήσεων κάλυψε τον τελευταίο αγώνα της λίγκας.

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη corresponsal προέρχεται από το ισπανικό πρόθεμα "co-" που σημαίνει "μαζί", και "responsal", το οποίο προέρχεται από τη λέξη "responsable", που σημαίνει "υπεύθυνος". Έτσι, corresponsal κυριολεκτικά μεταφράζεται ως "αυτός που είναι υπεύθυνος μαζί" ή "αυτός που σχετίζεται με την αναφορά".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - Reportero (δημοσιογράφος) - Enviado (αποστολέας)

Αντώνυμα: - Ausente (απούσα) - Ignorante (αγνοούμενος)

Σύνοψη

Η λέξη corresponsal είναι σημαντική στους τομείς των μέσων ενημέρωσης και της δημοσιογραφίας, συνδέεται με την αναφορά και την κάλυψη γεγονότων. Η κατανόησή της είναι ζωτικής σημασίας για την καλή ενημέρωση σχετικά με τις ειδήσεις από διάφορες περιοχές.



23-07-2024