Corresponsal είναι ουσιαστικό.
[koɾesponsal]
Η λέξη corresponsal αναφέρεται σε κάποιον που εργάζεται ως ανταποκριτής, συνήθως σε δημοσιογραφικό ή πληροφοριακό πλαίσιο, που παρέχει πληροφορίες και ειδήσεις από μια συγκεκριμένη τοποθεσία ή ένα μέρος. Συνήθως χρησιμοποιείται στον τομέα των μέσων ενημέρωσης, όπως στις εφημερίδες και τα τηλεοπτικά κανάλια. Η χρήση της είναι πιο συχνή στον γραπτό λόγο, αλλά και στον προφορικό, ειδικά σε δημοσιογραφικές συνεντεύξεις ή ρεπορτάζ.
Ο ανταποκριτής του πρακτορείου ήταν στο σημείο των γεγονότων.
La corresponsal de televisión reportó sobre la situación actual en el país.
Η τηλεοπτική ανταποκρίτρια ανέφερε την τρέχουσα κατάσταση στη χώρα.
Los corresponsales internacionales tienen un trabajo difícil en tiempos de crisis.
Η λέξη corresponsal μπορεί να χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις:
Ο ανταποκριτής πολέμου ενημερώνει για τις τελευταίες εξελίξεις στο μέτωπο.
Corresponsal extranjero
Ο ξένος ανταποκριτής πρέπει να αντιμετωπίσει πολλές προκλήσεις στη δουλειά του.
Corresponsal de deportes
Η λέξη corresponsal προέρχεται από το ισπανικό πρόθεμα "co-" που σημαίνει "μαζί", και "responsal", το οποίο προέρχεται από τη λέξη "responsable", που σημαίνει "υπεύθυνος". Έτσι, corresponsal κυριολεκτικά μεταφράζεται ως "αυτός που είναι υπεύθυνος μαζί" ή "αυτός που σχετίζεται με την αναφορά".
Συνώνυμα: - Reportero (δημοσιογράφος) - Enviado (αποστολέας)
Αντώνυμα: - Ausente (απούσα) - Ignorante (αγνοούμενος)
Η λέξη corresponsal είναι σημαντική στους τομείς των μέσων ενημέρωσης και της δημοσιογραφίας, συνδέεται με την αναφορά και την κάλυψη γεγονότων. Η κατανόησή της είναι ζωτικής σημασίας για την καλή ενημέρωση σχετικά με τις ειδήσεις από διάφορες περιοχές.