Το "corretaje" είναι ουσιαστικό.
[ko.reˈta.xe]
Η λέξη "corretaje" μεταφράζεται στα Ελληνικά ως "εντολοδότηση" ή "μεσιτεία", ανάλογα με το πλαίσιο.
Η λέξη "corretaje" χρησιμοποιείται κυρίως για να αναφέρεται στις υπηρεσίες που προσφέρονται από μεσίτες ή εντολοδόχους, ιδιαίτερα στον τομέα των οικονομικών και των ακινήτων. Έχει συχνή χρήση στους τομείς των επενδύσεων, αγοραπωλησιών και άλλων οικονομικών συναλλαγών. Η χρήση της "corretaje" είναι περισσότερο γραπτή, αλλά μπορεί να βρεθεί και στον προφορικό λόγο, κυρίως σε επαγγελματικά και νομικά συμφραζόμενα.
El corretaje de bienes raíces puede ser muy lucrativo.
(Η μεσιτεία ακινήτων μπορεί να είναι πολύ κερδοφόρα.)
Muchos inversores dependen del corretaje para acceder a los mercados.
(Πολλοί επενδυτές εξαρτώνται από την εντολοδότηση για να έχουν πρόσβαση στις αγορές.)
Η λέξη "corretaje" χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις που σχετίζονται με τη μεσιτεία και τις χρηματοοικονομικές συναλλαγές:
"Hacer un corretaje" σημαίνει να αναλάβεις μια διαμεσολάβηση σε μια συμφωνία.
(Να κάνεις μια μεσιτεία.)
"Corretaje de seguros" αναφέρεται στις υπηρεσίες που παρέχονται από τους μεσίτες ασφάλισης.
(Μεσιτεία ασφαλειών.)
"Corretaje financiero" σημαίνει τη διαδικασία διαχείρισης χρηματοοικονομικών συναλλαγών ή επενδύσεων μέσω ενός μεσίτη.
(Χρηματοοικονομική μεσιτεία.)
El corretaje de seguros es fundamental para proteger activos.
(Η μεσιτεία ασφαλειών είναι θεμελιώδης για την προστασία περιουσιακών στοιχείων.)
Un buen corretaje puede hacer la diferencia en una negociación.
(Μια καλή μεσιτεία μπορεί να κάνει τη διαφορά σε μια διαπραγμάτευση.)
Η λέξη "corretaje" προέρχεται από το ρήμα "corretar", το οποίο σημαίνει "να μεταφέρει" ή "να μεσολαβήσει", συνδυασμένο με την κατάληξη "-aje", που δηλώνει μια δράση ή κατάσταση.
intermediación (ενδιάμεση θέση)
Αντώνυμα: