Η λέξη "corrientes" είναι ένα ουσιαστικό στον πληθυντικό αριθμό της λέξης "corriente".
/corˈrjen.tes/
Η λέξη "corrientes" αναφέρεται κυρίως σε ρεύματα, όπως ηλεκτρικά ή υδάτινα, αλλά μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί μεταφορικά για να μιλήσει για τάσεις ή κατευθύνσεις σε κοινωνικά ή πολιτικά ζητήματα. Χρησιμοποιείται συχνά τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο.
Las corrientes del río son muy fuertes.
(Τα ρεύματα του ποταμού είναι πολύ ισχυρά.)
Existen diferentes corrientes de pensamiento en la filosofía.
(Υπάρχουν διάφορες τάσεις στον τρόπο σκέψης στη φιλοσοφία.)
A contracorriente - να πηγαίνεις κόντρα στα ρεύματα.
Pronunciación: /a.kon.tɾa.koˈrɾjen.te/
Δηλώνει κάποιον που αντιπαρατίθεται σε γενικώς αποδεκτές απόψεις ή συμπεριφορές.
Πρόταση: Navegar a contracorriente puede ser difícil en una sociedad conformista.
(Να πλέεις κόντρα στο ρεύμα μπορεί να είναι δύσκολο σε μια κοινωνία που ακολουθεί.)
Corrientes de cambio - ρεύματα αλλαγής.
Πρόταση: Las corrientes de cambio en la sociedad actual son muy notables.
(Τα ρεύματα αλλαγής στην τρέχουσα κοινωνία είναι πολύ αξιοσημείωτα.)
Corriente popular - δημοφιλές ρεύμα.
Πρόταση: La corriente popular de la música ha evolucionado en las últimas décadas.
(Το δημοφιλές ρεύμα της μουσικής έχει εξελιχθεί τις τελευταίες δεκαετίες.)
Η λέξη "corriente" προέρχεται από το λατινικό "currens", που σημαίνει "τρέχων" ή "ρευστός".
Συνώνυμα: - Flujos (ροές) - Tendencias (τάσεις)
Αντώνυμα: - Estancamiento (στάσιμη κατάσταση) - Estáti (μη ρέουσα κατάσταση)