Η λέξη corrillo είναι ουσιαστικό.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης corrillo στα διεθνή φωνητικά αλφάβητο (IPA) είναι: /koˈri.ʝo/
Η λέξη corrillo μπορεί να μεταφραστεί στα Ελληνικά ως: - κύκλος (σε αναφορά σε συζήτηση ή συναντήσεις) - παρέα (σε αναφορά σε ομάδα ανθρώπων που συζητούν)
Η λέξη corrillo αναφέρεται κυρίως σε μια μικρή ομάδα ατόμων που βρίσκονται σε έναν κύκλο και συζητούν ή συνομιλούν μεταξύ τους, συχνά με χαμηλή φωνή. Είναι μια λέξη που χρησιμοποιείται κυρίως στον προφορικό λόγο, αν και μπορεί να εμφανιστεί και σε γραπτό κείμενο.
Η λέξη corrillo χρησιμοποιείται συχνά σε κοινωνικές καταστάσεις, όπως όταν αναφέρεται σε ομάδες φίλων ή σε περιβάλλοντα εργασίας.
En el corrillo de amigos, todos compartieron sus historias.
Στον κύκλο των φίλων, όλοι μοιράστηκαν τις ιστορίες τους.
Ella siempre está en el corrillo de la oficina, comentando sobre el trabajo.
Αυτή είναι πάντα στον κύκλο του γραφείου, σχολιάζοντας για τη δουλειά.
Η λέξη corrillo εμφανίζεται σε κάποιες ιδιωματικές εκφράσεις:
Hacer corrillo
Το να δημιουργήσεις έναν κύκλο ανθρώπων για να συζητήσουν.
En la fiesta, los invitados comenzaron a hacer corrillo alrededor de la mesa.
Στο πάρτι, οι καλεσμένοι άρχισαν να δημιουργούν κύκλο γύρω από το τραπέζι.
Estar en el corrillo
Να συμμετέχεις σε μια συζήτηση ή κουβέντα.
Siempre que hay un corrillo, ella quiere estar allí para escuchar.
ΌWhenever there's a group, she wants to be there to listen.
Sacar a alguien del corrillo
Να απομονώσεις κάποιον από μια συζήτηση ή κύκλο.
No me gusta que saquen a Juan del corrillo, siempre aporta buenas ideas.
Δε μου αρέσει να απομονώνουν τον Χουάν από τον κύκλο, πάντα δίνει καλές ιδέες.
Η λέξη corrillo προέρχεται από το ισπανικό ουσιαστικό "corro," που σημαίνει «κύκλος» ή «συγκέντρωση». Στο προσθέτοντας την κατάληξη -illo, που υποδηλώνει μικρότητα ή οικειότητα, δίδεται η έννοια ενός μικρού κύκλου ή μιας παρέας.
Η λέξη corrillo εμπεριέχει μια κοινωνική διάσταση, και χρησιμοποιείται συχνά σε συνδυασμούς που προσδιορίζουν κοινωνικές αλληλεπιδράσεις.