Το "corroborar" είναι ρήμα.
Η φωνητική μεταγραφή του "corroborar" είναι /ko.ro.βoˈɾaɾ/.
Η λέξη "corroborar" σημαίνει να επιβεβαιώσουμε ή να ενισχύσουμε κάτι, συχνά χρησιμοποιείται σε νομικό ή επιστημονικό πλαίσιο. Αναφέρεται στη διαδικασία κατά την οποία μια δήλωση ή μια άποψη ενισχύεται ή επιβεβαιώνεται με αποδείξεις ή μαρτυρίες. Η χρήση της είναι συχνή τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αν και μπορεί να συναντάται περισσότερο σε πιο επίσημα ή τεχνικά κείμενα.
Es necesario corroborar las pruebas antes de tomar una decisión.
(Είναι απαραίτητο να επιβεβαιώσουμε τα στοιχεία πριν λάβουμε μια απόφαση.)
El testimonio del experto ayuda a corroborar la validez de la teoría.
(Η μαρτυρία του ειδικού βοηθάει να ενισχυθεί η εγκυρότητα της θεωρίας.)
Los investigadores deben corroborar los resultados de su experimento.
(Οι ερευνητές πρέπει να επικυρώσουν τα αποτελέσματα του πειράματός τους.)
Η λέξη "corroborar" δεν είναι κοινή στη χρήση ιδιωματικών εκφράσεων στην ισπανική γλώσσα, αλλά μπορεί να ενταχθεί σε ορισμένες φράσεις που συνδέονται με την επιβεβαίωση και την ισχύ.
Corroborar información es crucial en una investigación.
(Η επιβεβαίωση πληροφοριών είναι κρίσιμη σε μια έρευνα.)
Siempre es bueno corroborar los hechos antes de hacer afirmaciones.
(Πάντα είναι καλό να επικυρώνουμε τα γεγονότα πριν κάνουμε δηλώσεις.)
Los documentos deben corroborar lo que se ha dicho anteriormente.
(Τα έγγραφα πρέπει να επικυρώνουν όσα έχουν ειπωθεί προηγουμένως.)
Η λέξη "corroborar" προέρχεται από τα λατινικά "corroborare", που σημαίνει "να δίνω δύναμη ή να ενισχύω". Η σύνθεση περιλαμβάνει το πρόθεμα "cor-" που σημαίνει "μαζί" και το "roborare" που σχετίζεται με τη δύναμη ή την αντοχή.
Συνώνυμα:
- Confirmar (επιβεβαιώνω)
- Ratificar (επικυρώνω)
- Fortalecer (ενισχύω)
Αντώνυμα:
- Desmentir (διαψεύδω)
- Negar (αρνούμαι)
- Debilitar (αποδυναμώνω)