corrosivo - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

corrosivo (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Επίθετο (adjetivo).

Φωνητική μεταγραφή

/koɾoˈsiβo/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη "corrosivo" χρησιμοποιείται για να περιγράψει ουσίες που έχουν την ικανότητα να διαβρώνουν ή να καταστρέφουν άλλα υλικά, συχνά μέσω χημικών αντιδράσεων. Στη ιατρική, χρησιμοποιείται για να περιγράψει χημικές ουσίες που μπορεί να προκαλέσουν ζημιές σε ζωντανά κύτταρα ή ιστούς. Η χρήση της εμφανίζεται συχνά σε πρακτικά και γραπτά συμφραζόμενα.

Η λέξη χρησιμοποιείται συχνά σε τεχνικούς και επιστημονικούς τομείς, καθώς και σε καθημερινές συζητήσεις που αφορούν επικίνδυνες ουσίες και χημικά.

Παραδειγματικές προτάσεις

  1. Este ácido es corrosivo y puede dañar la piel.
    Αυτό το οξύ είναι διαβρωτικό και μπορεί να βλάψει το δέρμα.

  2. Los materiales corrosivos deben ser manejados con cuidado.
    Τα διαβρωτικά υλικά πρέπει να χειρίζονται με προσοχή.

  3. El equilibrio del pH es crucial para evitar la acción corrosiva de ciertos productos químicos.
    Η ισορροπία του pH είναι κρίσιμη για να αποφευχθεί η διαβρωτική δράση ορισμένων χημικών προϊόντων.

Ιδιωματικές εκφράσεις

  1. Un ambiente corrosivo puede afectar la moral del equipo.
    Ένα διαβρωτικό περιβάλλον μπορεί να επηρεάσει το ηθικό της ομάδας.

  2. La crítica corrosiva de los expertos puede ser difícil de aceptar.
    Η καυστική κριτική των ειδικών μπορεί να είναι δύσκολη κατάληψη.

  3. Las relaciones personales se vuelven corrosivas cuando hay falta de confianza.
    Οι προσωπικές σχέσεις γίνονται διαβρωτικές όταν υπάρχει έλλειψη εμπιστοσύνης.

  4. Es importante evitar comentarios corrosivos en situaciones de estrés.
    Είναι σημαντικό να αποφεύγονται οι καυστικοί σχολιασμοί σε καταστάσεις άγχους.

  5. Las sustancias corrosivas deben ser etiquetadas correctamente para evitar accidentes.
    Οι διαβρωτικές ουσίες πρέπει να είναι σωστά ετικετοποιημένες για να αποφευχθούν ατυχήματα.

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη προέρχεται από το λατινικό "corrosivus", που σημαίνει "αυτός που διαβρώνει", με ρίζα το "corrodere" που σημαίνει "να τρώει ή να καταστρέφει".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - caustico - destructivo - dañino

Αντώνυμα: - protector - curativo - benigno



23-07-2024