corrupto - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

corrupto (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

corrupto είναι επίθετο.

Φωνητική μεταγραφή

Φωνητική μεταγραφή (IPA): /koˈɾup.to/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία

Η λέξη corrupto αναφέρεται σε κάτι ή κάποιον που έχει διαφθαρεί, έχει χάσει την ηθική του ακεραιότητα ή έχει εμπλακεί σε αθέμιτες ή παράνομες πρακτικές. Χρησιμοποιείται κυρίως σε νομικά και πολιτικά συμφραζόμενα για να περιγράψει άτομα ή συστήματα που εκμεταλλεύονται τη θέση τους για προσωπικό όφελος.

Η συχνότητα χρήσης της λέξης corrupto είναι αρκετά υψηλή, ιδιαίτερα σε γραπτά κείμενα, άρθρα και ειδήσεις που ασχολούνται με θέματα διαφθοράς, ενώ μπορεί να χρησιμοποιηθεί και στον προφορικό λόγο σε σχετικές συζητήσεις.

Παραδειγματικές προτάσεις

  1. El político fue declarado corrupto por sus actos ilegales.
    Ο πολιτικός κηρύχθηκε διεφθαρμένος για τις παράνομες πράξεις του.

  2. La corrupción es un problema que afecta a muchos países, donde se encuentran funcionarios corruptos.
    Η διαφθορά είναι ένα πρόβλημα που επηρεάζει πολλές χώρες, όπου βρίσκονται διεφθαρμένοι υπάλληλοι.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη corrupto μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες ιδιωματικές φράσεις στη γλώσσα Ισπανικά:

  1. "Un sistema corrupto"
    Ένα διεφθαρμένο σύστημα

  2. "Prácticas corruptas en la administración"
    Αθέμιτες πρακτικές στη διοίκηση

  3. "Funcionar como un corrupto"
    Να λειτουργεί ως διεφθαρμένος

  4. "La corrupción corrompe a las instituciones"
    Η διαφθορά διαφθείρει τα ιδρύματα

  5. "A veces, la justicia es corrupta"
    Κάποιες φορές, η δικαιοσύνη είναι διεφθαρμένη

  6. "No todas las personas en el gobierno son corruptas"
    Όλοι οι άνθρωποι στην κυβέρνηση δεν είναι διεφθαρμένοι

Ετυμολογία

Η λέξη corrupto προέρχεται από το λατινικό ρήμα corrumpere, που σημαίνει "να διαφθείρει" ή "να καταστρέψει". Η ρίζα του rumpere σημαίνει "σπάω", ενισχύοντας την έννοια του σπασίματος της ηθικής ακεραιότητας.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - deshonesto (άτιμος) - inmoral (ανήθικος) - bribón (απατεώνας)

Αντώνυμα: - honesto (έντιμος) - íntegro (ακέραιος) - justo (δίκαιος)



23-07-2024