Η λέξη "corsario" είναι ουσιαστικό.
Φωνητική μεταγραφή: [koɾˈsaɾjo]
Η λέξη "corsario" αναφέρεται σε έναν πειρατή ή έναν στρατιωτικό ναυτικό που έχει λάβει άδεια από την κυβέρνηση για να επιτίθεται σε πλοία ξένων εθνών. Συχνά οι κορασίδες σχετίζονται με ιστορικές περιόδους, κυρίως τον 16ο έως τον 18ο αιώνα, και είναι συνδεδεμένες με περιπέτειες στη θάλασσα και τις ένοπλες συγκρούσεις.
Η λέξη χρησιμοποιείται κυρίως στον γραπτό λόγο, ιδιαίτερα σε ιστορικά ή ναυτικά κείμενα, αλλά μπορεί να εμφανίζεται και σε προφορικό λόγο.
Ο πειρατής επιτέθηκε στο εχθρικό πλοίο στη μέση της νύχτας.
Los corsarios eran conocidos por su valentía y audacia.
Η λέξη "corsario" δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά υπάρχουν κάποιες σχετικές φράσεις που αναφέρονται σε θεματικές γύρω από πειρατεία και θαλάσσιες περιπέτειες.
Πάντα ήταν ένας πειρατής των επιχειρήσεων, κλέβοντας ιδέες από άλλους.
En el mar de la vida, a veces uno tiene que ser corsario para sobrevivir.
Στη θάλασσα της ζωής, μερικές φορές πρέπει να είσαι πειρατής για να επιβιώσεις.
No hay paz en la ruta del corsario; siempre acecha el peligro.
Η λέξη "corsario" προέρχεται από το γαλλικό "corsaire" και το λατινικό "cursarius", το οποίο σημαίνει "αυτός που τρέχει", υπονοώντας τις γρήγορες επιθέσεις των πειρατών κατά τη διάρκεια ναυτικών επιδρομών.
Συνώνυμα: - Pírate (πειρατής) - Bucanero (βουκανιέρος, στρατιωτικός πειρατής)
Αντώνυμα: - Comerciante (έμπορος) - Navegante (ναυτικός)