Η λέξη "cortante" είναι επίθετο.
Φωνητική μεταγραφή: [koɾˈtante]
Η λέξη "cortante" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που μπορεί να κόψει ή να προκαλέσει απότομο ή αυστηρό αποτέλεσμα. Χρησιμοποιείται σε ποικίλα συμφραζόμενα, τόσο στον προφορικό όσο και στο γραπτό λόγο, αλλά συναντάται συχνά σε περιγραφές αντικειμένων ή χαρακτηριστικών που έχουν την ικανότητα να κόβουν ή να είναι αυστηρά στον τρόπο εκφρασής τους.
Η λέξη "cortante" χρησιμοποιείται περισσότερο στον γραπτό λόγο, λόγω της περιγραφικής της φύσης, αλλά συναντάται και σε προφορικές συνομιλίες.
El cuchillo es muy cortante.
(Το μαχαίρι είναι πολύ κοφτερό.)
Su actitud fue cortante con todos.
(Η στάση του ήταν αυστηρή με όλους.)
Η λέξη "cortante" δεν είναι τόσο συνηθισμένη σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να εμφανίζεται σε διάφορες φράσεις και καταστάσεις.
Αυτό σημαίνει να μιλά κάποιος με αυστηρό ή απότομο τρόπο.
Una respuesta cortante.
(Μια κοφτή απάντηση.)
Αναφέρεται σε μια απάντηση που είναι ανόητη ή που δεν αφήνει περιθώρια για περαιτέρω συζήτηση.
Cortante como una navaja.
(Κοφτερός όπως ένα ξυράφι.)
Η λέξη "cortante" προέρχεται από το ρήμα "cortar", το οποίο σημαίνει "να κόβω". Η κατάληξη "-ante" παραπέμπει σε μια ενεργητική ή περιγραφική μορφή.
Συνώνυμα: - afilado (κοφτερός) - incisivo (καυστικός)
Αντώνυμα: - romo (θαμπό) - blando (μαλακό)