Η λέξη "cortar" είναι ρήμα στα ισπανικά.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "cortar" στα ισπανικά χρησιμοποιώντας το Διεθνές Φωνητικό Αλφάβητο είναι /koɾˈtaɾ/.
Η λέξη "cortar" στα ισπανικά σημαίνει "κόβω" ή "χωρίζω". Χρησιμοποιείται ευρέως τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο. Είναι μία πολύ συνηθισμένη λέξη στην καθημερινή ισπανική γλώσσα.
Εδώ είναι οι διάφοροι χρόνοι του ρήματος "cortar": - Ενεστώτας: corto, cortas, corta, cortamos, cortáis, cortan - Παρατατικός: cortaba, cortabas, cortaba, cortábamos, cortabais, cortaban - Αόριστος: corté, cortaste, cortó, cortamos, cortasteis, cortaron - Υπερσυντέλικος (Past perfect): había cortado, habías cortado, había cortado, habíamos cortado, habíais cortado, habían cortado - Μέλλοντας: cortaré, cortarás, cortará, cortaremos, cortaréis, cortarán - Συντελεσμένος μέλλοντας: habré cortado, habrás cortado, habrá cortado, habremos cortado, habréis cortado, habrán cortado - Προστακτική: corta, corte, cortemos, cortad, corten - Γερούνδιο: cortando
Το "cortar" χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στα ισπανικά, όπως: 1. "Cortar por lo sano" που σημαίνει να ληφθούν αυστηρά μέτρα για να λυθεί ένα πρόβλημα. 2. "Cortar el bacalao" που σημαίνει να αποφασίζει κάποιος ή να έχει την εξουσία σε μια κατάσταση.
Παραδείγματα: 1. Si quieres mejorar tu salud, debes cortar por lo sano y dejar de fumar. (Αν θέλεις να βελτιώσεις την υγεία σου, πρέπει να πάρεις αυστηρά μέτρα και να σταματήσεις το κάπνισμα.) 2. Cuando se trata de negocios, en esa empresa ella es quien corta el bacalao. (Όταν πρόκειται για θέματα επιχειρήσεων, σε εκείνη την εταιρεία εκείνη αποφασίζει.)
Η λέξη "cortar" προέρχεται από τα λατινικά "coartare".
Συνώνυμα - Tajar - Seccionar - Partir
Αντώνυμα - Pegar (αντίθετο) - Unir (αντίθετο)