cortarse - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

cortarse (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Το "cortarse" είναι ρήμα.

Φωνητική μεταγραφή

/korˈtaɾ.se/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Το "cortarse" σημαίνει κυριολεκτικά "να κοπεί" ή "να τραυματιστεί". Χρησιμοποιείται σε διάφορα συμφραζόμενα, από το να περιγράψει μια σωματική πληγή μέχρι μια πιο μεταφορική έννοια, όπως το να περιορίσει κάποιος τις δραστηριότητές του ή να σιωπήσει. Στη γλώσσα των Ισπανικών, χρησιμοποιείται συχνά και στις καθημερινές συνομιλίες, αλλά και σε επίσημα συμφραζόμενα.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. Él se cortó el dedo mientras cocinaba.
    (Αυτός έκοψε το δάχτυλό του ενώ μαγείρευε.)

  2. No debes cortarte las uñas demasiado.
    (Δεν πρέπει να κόβεις τα νύχια σου πολύ.)

  3. Si sigues así, te vas a cortar las alas.
    (Αν συνεχίσεις έτσι, θα κοπείς τα φτερά.)

Ιδιωματικές εκφράσεις

Το "cortarse" χρησιμοποιείται σε ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις που προσδίδουν μεταφορική ή εναλλακτική έννοια:

  1. Cortarse a uno mismo - να περιορίσει κάποιος τον εαυτό του ή να είναι λιγότερο δραστήριος
    Εκφραστική φράση: A veces, hay que cortarse un poco para no exagerar.
    (Μερικές φορές, πρέπει να περιορίσεις λίγο τον εαυτό σου για να μην υπερβάλλεις.)

  2. Cortarse la palabra - να διακόψει κάποιος την ομιλία κάποιου άλλου
    Εκφραστική φράση: No me gusta que me corten la palabra cuando estoy explicando algo importante.
    (Δεν μου αρέσει να μου κόβουν τον λόγο όταν εξηγώ κάτι σημαντικό.)

  3. Cortarse de risa - όταν κάποιος γελάει πολύ
    Εκφραστική φράση: Me corté de risa cuando vi esa película.
    (Γελάω πολύ όταν είδα αυτή την ταινία.)

  4. Cortarse el pelo - να κουρευτεί κάποιος
    Εκφραστική φράση: Decidí cortarme el pelo porque estaba muy largo.
    (Αποφάσισα να κουρευτώ γιατί ήταν πολύ μακρύ.)

Ετυμολογία

Η λέξη προέρχεται από το λατινικό "cortare", που σημαίνει "κόβω". Η χρήση της έχει διατηρηθεί σε διάφορες ροές και γλώσσες με παραλλαγές.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα:
- recortarse (να ελαττώσει) - herirse (να τραυματιστεί)

Αντώνυμα:
- unirse (να ενωθεί) - crecer (να μεγαλώσει)



23-07-2024