corte - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

corte (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Η λέξη "corte" είναι ουσιαστικό.

Φωνητική μεταγραφή

Φωνητική μεταγραφή με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφάβητου: /ˈkoɾ.te/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Η λέξη "corte" μπορεί να μεταφραστεί στα Ελληνικά ως: - κοπή - τμήμα - κομμάτι - δικαστήριο (σε νομικό πλαίσιο)

Σημασία της λέξης

Στα Ισπανικά, η λέξη "corte" αναφέρεται σε: 1. Κοπή ή τμήμα: Συνήθως αναφέρεται στη δράση του κόψιμου κάτι ή ένα τμήμα από ένα ολόκληρο. Χρησιμοποιείται σε διάφορους τομείς όπως η ιατρική, η αρχιτεκτονική και η κοπή υλικών. 2. Δικαστήριο: Στον νομικό τομέα, μπορεί να αναφέρεται σε ένα δικαστήριο ή σε νομική διαδικασία. 3. Στιγμή: Στον κινηματογράφο, μπορεί να σημαίνει διακοπή της λήψης.

Η λέξη χρησιμοποιείται συχνά και έχει συχνότητα χρήσης κυρίως στον γραπτό λόγο. Στον προφορικό λόγο, μπορεί να χρησιμοποιείται λιγότερο συχνά, αν και είναι ευρέως κατανοητή.

Παραδειγματικές προτάσεις

  1. El corte del papel fue perfecto.
    (Η κοπή του χαρτιού ήταν τέλεια.)

  2. El juez se presentó en la corte.
    (Ο δικαστής παρουσιάστηκε στο δικαστήριο.)

  3. Durante la reunión, hicimos un corte en el tema principal.
    (Κατά τη διάρκεια της συνάντησης, κάναμε μια διακοπή στο κύριο θέμα.)

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "corte" χρησιμοποιείται επίσης συχνά σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις:

  1. "A corto plazo"
    (Βραχυπρόθεσμα)
    Η στρατηγική αυτή λειτουργεί καλύτερα σε βραχυπρόθεσμο ορίζοντα.
    (Esta estrategia funciona mejor a corto plazo.)

  2. "Estar en corte"
    (Να είσαι σε καλή κατάσταση/σχέση)
    Μετά τη συζήτηση, αισθάνομαι ότι είμαστε σε καλή κατάσταση.
    (Después de la conversación, siento que estamos en corte.)

  3. "Corte y confección"
    (Κοπτική και ραπτική)
    Πηγαίνω σε μαθήματα κοπτικής και ραπτικής κάθε Σάββατο.
    (Voy a clases de corte y confección todos los sábados.)

  4. "Corte de pelo"
    (Κούρεμα)
    Πρέπει να πάω για ένα νέο κούρεμα.
    (Necesito ir a un nuevo corte de pelo.)

  5. "Cortar por lo sano"
    (Να κάνεις μία ριζική αλλαγή)
    Πρέπει να κόψω τις παλιές συνήθειες και να προχωρήσω.
    (Tengo que cortar por lo sano y seguir adelante.)

Ετυμολογία

Η λέξη "corte" προέρχεται από το λατινικό "cortem", το οποίο σημαίνει "κοπή" ή "τραβώντας το" και έχει εξελιχθεί στη σύγχρονη ισπανική γλώσσα.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - κοπή - διασπάθιση - δικαστήριο (σε νομικό πλαίσιο)

Αντώνυμα: - ένωση - συγκόλληση

Αυτή η πληροφορία δίνει μια ολοκληρωμένη εικόνα της λέξης "corte" στην ισπανική γλώσσα και τις διαφορετικές χρήσεις της.



22-07-2024