Η λέξη "cortejar" σημαίνει να επιδιώκεις να κερδίσεις την καρδιά ή την προσοχή κάποιου, συνήθως με ρομαντική ή ερωτική διάθεση. Χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό λόγο και έχει μια ρομαντική και αισθησιακή χροιά.
Συχνότητα χρήσης: Το "cortejar" είναι σχετικά συχνό σε ρομαντικές και ποιητικές συζητήσεις ή κείμενα, αλλά λιγότερο κοινά σε καθημερινές ή πρακτικές συνομιλίες.
Αυτός αποφάσισε να φλερτάρει με το νέο κορίτσι της τάξης.
Cortejar requiere paciencia y dedicación.
Το φλερτάρισμα απαιτεί υπομονή και αφοσίωση.
Siempre es bueno cortejar a tu pareja para mantener la chispa viva.
Η λέξη "cortejar" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις. Ορισμένες από αυτές περιλαμβάνουν:
Να φλερτάρεις κάποιον σαν αληθινός κύριος.
No es fácil cortejar cuando hay tantos competidores.
Δεν είναι εύκολο να φλερτάρεις όταν υπάρχουν τόσοι πολλοί ανταγωνιστές.
A veces, un simple gesto puede ser suficiente para cortejar.
Μερικές φορές, μια απλή κίνηση μπορεί να είναι αρκετή για να φλερτάρεις.
Ella sabe cómo cortejar a alguien para que se sienta especial.
Αυτή ξέρει πώς να φλερτάρει κάποιον ώστε να νιώθει ιδιαίτερος.
Cortejar no solo implica palabras, sino también acciones.
Η λέξη "cortejar" προέρχεται από το ισπανικό "corte", το οποίο αναφέρεται στη διαδικασία προσεγγιστικής συμπεριφοράς και ευγενείας, και συνδέεται με την ιστορική πρακτική των ανθρώπων να επιδιώκουν ο ένας τον άλλον μέσα στα πλαίσια των κοινωνικών παρευάσεων και των εθιμικών τελετών.
Συνώνυμα * Fijarse * Seducir * Atraer
Αντώνυμα * Ignorar * Desatender * Repeler