Το "cortesano" είναι επίθετο και αυτόνομα όρο (ουσιαστικό) στα Ισπανικά.
Η φωνητική μεταγραφή με τη χρήση διεθνούς φωνητικού αλφάβητου (IPA) είναι: [koɾ.teˈsa.no]
Ο όρος "cortesano" αναφέρεται γενικά σε κάποιον που ανήκει ή σχετίζεται με μια αυλή, τυπικά της πριγκιπικής ή βασιλικής. Μπορεί επίσης να περιγράψει ένα άτομο που διακρίνεται για την κοσμική του συμπεριφορά και μανοέρεια, κάνοντας αναφορά στη σύνθετη κοινωνική ζωή που συνδέεται με τη βασιλική αυλή.
Η συχνότητα χρήσης της λέξης "cortesano" δεν είναι εξαιρετικά υψηλή στα σύγχρονα Ισπανικά, αλλά μπορεί να εμφανίζεται πιο συχνά σε ιστορικά ή λογοτεχνικά κείμενα. Χρησιμοποιείται κυρίως στο γραπτό πλαίσιο.
El rey nombró a un cortesano como su nuevo asesor.
(Ο βασιλιάς όρισε έναν αυλικό ως τον νέο του σύμβουλο.)
Los cortesanos vivían en un ambiente de lujo y ostentación.
(Οι αυλικοί ζούσαν σε μια ατμόσφαιρα πολυτέλειας και επιδεικτικότητας.)
El arte cortesano refleja la cultura de la época.
(Η αυλική τέχνη αντικατοπτρίζει τον πολιτισμό της εποχής.)
Ο όρος "cortesano" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις και φράσεις για να εκφράσει κοινωνικές ή πολιτικές σχέσεις.
Vivir como un cortesano.
(Να ζεις όπως ένας αυλικός.)
Αυτή η φράση μπορεί να σημαίνει να ζεις σε πολυτέλεια ή να απολαμβάνεις τις ευνοϊκές σχέσεις στη κοινωνία.
Tratar a alguien como cortesano.
(Να μεταχειρίζεσαι κάποιον σαν αυλικό.)
Αυτή η φράση μπορεί να σημαίνει να επιδεικνύεις μια προκλητική και ευγενική συμπεριφορά προς κάποιον.
Cortesano en la corte.
(Αυλικός στην αυλή.)
Αυτό αναφέρεται σε κάποιον που έχει συγκεκριμένο ρόλο ή ευθύνες σε μια βασιλική αυλή.
Ser un cortesano de la política.
(Να είσαι ένας αυλικός της πολιτικής.)
Αυτή η φράση συνήθως αναφέρεται σε κάποιον που επιδεικνύει ευγένεια και πολιτική επιδεξιότητα σε πολιτικούς κύκλους.
Η λέξη "cortesano" προέρχεται από το λατινικό "curtīsanus," που επίσης σημαίνει "αυλικός." Συνδέεται με τη λέξη "corte," που σημαίνει "αυλή."
"noble" (ευγενής)
Αντώνυμα: