Η λέξη "cortical" είναι ένα επίθετο.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "cortical" στα διεθνή φωνητικά αλφάβητα (IPA) είναι /kɔːr.tɪ.kəl/.
Η λέξη "cortical" μεταφράζεται στα ελληνικά ως "φλοιώδης".
Η λέξη "cortical" χρησιμοποιείται κυρίως για να περιγράψει οτιδήποτε σχετίζεται με τον φλοιό του εγκεφάλου ή έναν φλοιώδη ιστό σε διάφορους ιστούς του σώματος. Στον τομέα της ιατρικής, συχνά αναφέρεται σε διαδικασίες ή χαρακτηριστικά που σχετίζονται με τους φλοιούς διαφόρων οργάνων. Η χρήση της είναι συχνή στην ιατρική βιβλιογραφία, ειδικά στον τομέα της νευρολογία και της παθολογίας.
Στην καθημερινή γλώσσα, "cortical" μπορεί να χρησιμοποιείται κυρίως σε ιατρικά ή επιστημονικά πλαίσια και όχι τόσο σε προφορικό λόγο.
El análisis cortical es esencial para entender la función del cerebro.
(Η φλοιώδης ανάλυση είναι ζωτικής σημασίας για την κατανόηση της λειτουργίας του εγκεφάλου.)
Los daños corticales pueden afectar las habilidades motoras.
(Οι φλοιώδεις βλάβες μπορεί να επηρεάσουν τις κινητικές ικανότητες.)
En estudios corticales, se observó una reducción en la actividad eléctrica.
(Σε φλοιώδεις μελέτες, παρατηρήθηκε μείωση της ηλεκτρικής δραστηριότητας.)
Η λέξη "cortical" δεν εμφανίζεται συχνά σε καθιερωμένες ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε συνδυασμούς ειδικών όρων:
Corte cortical:
(Φλοιώδης τομή)
El corte cortical es crucial para la biopsia cerebral.
(Η φλοιώδης τομή είναι καθοριστική για τη βιοψία του εγκεφάλου.)
Disfunción cortical:
(Φλοιώδης δυσλειτουργία)
La disfunción cortical puede indicar daños significativos.
(Η φλοιώδης δυσλειτουργία μπορεί να υποδηλώνει σημαντικές βλάβες.)
Desarrollo cortical:
(Φλοιώδης ανάπτυξη)
El desarrollo cortical es fundamental durante la infancia.
(Η φλοιώδης ανάπτυξη είναι θεμελιώδης κατά τη διάρκεια της παιδικής ηλικίας.)
Η λέξη "cortical" προέρχεται από τη λατινική λέξη "cortex", που σημαίνει "φλοιός", με την κατάληξη "-al", η οποία χρησιμοποιείται για να σχηματίσει επίθετα που υποδηλώνουν σχέση ή συσχέτιση.
Συνώνυμα: φλοιώδης (cortical), φλοιώδης ιστός (cortical tissue).
Αντώνυμα: υποφλοιώδης (subcortical), οι οποίοι αναφέρονται σε δομές ή περιοχές κάτω από τον φλοιό.