Ο όρος cortijo αναφέρεται σε μια ισπανική αγροτική κατοικία που περιλαμβάνει συνήθως ένα κτήριο κατοικίας, καθώς και χώρους για τη διαχείριση της γεωργίας ή της κτηνοτροφίας. Χρησιμοποιείται κυρίως στη νότια Ισπανία, ιδιαίτερα στην Ανδαλουσία. Η χρήση του είναι πιο συχνή στον προφορικό λόγο, αν και μπορεί να βρεθεί και σε γραπτά κείμενα που περιγράφουν την αγροτική ζωή.
El cortijo que compraron está rodeado de olivos.
(Η αγροτική κατοικία που αγόρασαν περιβάλλεται από ελιές.)
Pasamos el verano en un cortijo en el campo.
(Περάσαμε το καλοκαίρι σε μια εξοχική κατοικία στο χωράφι.)
El cortijo ha sido restaurado y ahora es un alojamiento rural.
(Η αγροτική κατοικία έχει αποκατασταθεί και τώρα είναι μια αγροτική διαμονή.)
Ο όρος cortijo δεν είναι πολύ διαδεδομένος σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε κάποιες φράσεις που αναφέρονται στο χωρικό ή αγροτικό πλαίσιο:
Vivir en un cortijo es un sueño para muchos.
(Το να ζεις σε μια αγροτική κατοικία είναι ένα όνειρο για πολλούς.)
La tranquilidad del cortijo me hace sentir en paz.
(Η ηρεμία της αγροτικής κατοικίας με κάνει να αισθάνομαι ήρεμος.)
Los cortijos de la región son famosos por su belleza.
(Οι αγροτικές κατοικίες της περιοχής είναι διάσημες για την ομορφιά τους.)
Trabajar en un cortijo enseña mucho sobre la vida rural.
(Η εργασία σε μια αγροτική κατοικία διδάσκει πολλά για τη ζωή στην ύπαιθρο.)
Η λέξη cortijo προέρχεται από το αραβικό "kurat", που σημαίνει "αγρόκτημα" ή "περίβολος". Η ανάγκη να περιγραφούν οι αγροτικές κατοικίες και οι συναφείς εγκαταστάσεις έχει ωθήσει τη διατήρηση της λέξης μέσα στο ισπανικό λεξιλόγιο.
hacienda (αγροτική ή βιομηχανική μονάδα)
Αντώνυμα: