Cortina είναι ένα ουσιαστικό θηλυκού γένους.
Φωνητική μεταγραφή: /korˈtina/
Η λέξη "cortina" χρησιμοποιείται στα ισπανικά κυρίως για να αναφερθεί σε ένα ύφασμα που χρησιμοποιείται για να καλύψει και να διακοσμήσει παράθυρα ή πόρτες. Η χρήση της είναι συνήθως κοινή τόσο σε προφορικό όσο και σε γραπτό λόγο. Είναι αρκετά συχνά χρησιμοποιούμενη σε συνθήκες που αφορούν το σπίτι, τη διακόσμηση και τις εσωτερικές εγκαταστάσεις.
Συχνότητα χρήσης: Η λέξη "cortina" χρησιμοποιείται συχνά σε καθημερινές συζητήσεις, συνήθως σε συνδυασμό με θέματα οικιακής διακόσμησης και εσωτερικών χώρων.
Η κουρτίνα του σαλονιού είναι πολύ όμορφη.
Voy a comprar una cortina nueva para la cocina.
Θα αγοράσω μια νέα κουρτίνα για την κουζίνα.
Necesito lavar la cortina del baño.
Η λέξη "cortina" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στα ισπανικά.
Ελληνική μετάφραση: Να κλείσεις το θέμα.
Cortina de humo
Ελληνική μετάφραση: Σύννεφο καπνού.
Cortina de lágrimas
Ελληνική μετάφραση: Κουρτίνα δακρύων.
Cortinas de papel
Ελληνική μετάφραση: Κουρτίνες από χαρτί.
Cortina negra
Η λέξη "cortina" προέρχεται από τα λατινικά "cortina", που σημαίνει "κόκκινη ή διαχωριστική επιφάνεια". Ανάγεται στη λέξη "cortina", που συνδέεται με την έννοια του "κόβω" ή "διαχωρίζω".
Συνώνυμα: - Tela (ύφασμα) - Cortinaje (κουρτινάκι)
Αντώνυμα: - Descubrir (να αποκαλύψεις) - Apertura (άνοιγμα)