Η λέξη "corto" είναι ένα επίθετο στην ισπανική γλώσσα.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "corto" με χρήση του διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου είναι: /ˈkoɾ.to/
Η λέξη "corto" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που έχει μικρό μέγεθος, μήκος ή διάστημα. Μπορεί επίσης να αναφέρεται σε χρόνο, αναφερόμενη σε κάτι που διαρκεί λίγο. Είναι μια κοινή λέξη στην ισπανική και χρησιμοποιείται συχνά σε προφορικό και γραπτό λόγο.
Το φόρεμα είναι κοντό.
Necesito un análisis corto del informe.
Χρειάζομαι μια σύντομη ανάλυση της αναφοράς.
El camino es corto pero complicado.
Στην ισπανική γλώσσα, η λέξη "corto" χρησιμοποιείται σε μερικές ιδιωματικές εκφράσεις:
Η πρόταση: Juan es un poco corto de luces.
Corto y al pie.
Η πρόταση: Explícalo corto y al pie.
Tener un corto en la comunicación.
Η λέξη "corto" προέρχεται από την Λατινική λέξη "cortus", που σημαίνει "αποκομμένος" ή "μικρός".
Συνώνυμα: - breve (βραχύς) - pequeño (μικρός)
Αντώνυμα: - largo (μακρύ) - extenso (εκτενής)