corto - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

corto (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Η λέξη "corto" είναι ένα επίθετο στην ισπανική γλώσσα.

Φωνητική μεταγραφή

Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "corto" με χρήση του διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου είναι: /ˈkoɾ.to/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία και χρήση

Η λέξη "corto" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που έχει μικρό μέγεθος, μήκος ή διάστημα. Μπορεί επίσης να αναφέρεται σε χρόνο, αναφερόμενη σε κάτι που διαρκεί λίγο. Είναι μια κοινή λέξη στην ισπανική και χρησιμοποιείται συχνά σε προφορικό και γραπτό λόγο.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. El vestido es corto.
  2. Το φόρεμα είναι κοντό.

  3. Necesito un análisis corto del informe.

  4. Χρειάζομαι μια σύντομη ανάλυση της αναφοράς.

  5. El camino es corto pero complicado.

  6. Ο δρόμος είναι κοντός αλλά περίπλοκος.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Στην ισπανική γλώσσα, η λέξη "corto" χρησιμοποιείται σε μερικές ιδιωματικές εκφράσεις:

  1. Corto de luces.
  2. Χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον ως ανόητο ή χωρίς καλή κρίση.
  3. Σημασία: Δεν έχει καλή αντίληψη ή κρίση.
  4. Η πρόταση: Juan es un poco corto de luces.

    • Ο Χουάν είναι λίγο ανόητος.
  5. Corto y al pie.

  6. Σημαίνει "σύντομα και στη σωστή κατεύθυνση".
  7. Η πρόταση: Explícalo corto y al pie.

    • Εξήγησέ το σύντομα και στη σωστή κατεύθυνση.
  8. Tener un corto en la comunicación.

  9. Χρησιμοποιείται όταν υπάρχει διακοπή ή έλλειψη κατανόησης στην επικοινωνία.
  10. Η πρόταση: Parece que tenemos un corto en la comunicación.
    • Φαίνεται ότι έχουμε μια διακοπή στην επικοινωνία.

Ετυμολογία

Η λέξη "corto" προέρχεται από την Λατινική λέξη "cortus", που σημαίνει "αποκομμένος" ή "μικρός".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - breve (βραχύς) - pequeño (μικρός)

Αντώνυμα: - largo (μακρύ) - extenso (εκτενής)



22-07-2024