Ο όρος "cortocircuito" είναι ουσιαστικό.
Η φωνητική μεταγραφή του "cortocircuito" είναι [ˌkoɾtoθiɾˈkito] στην ισπανική γλώσσα.
Η λέξη "cortocircuito" αναφέρεται σε μια αιφνίδια ηλεκτρική σύνδεση μεταξύ δύο σημείων ενός κυκλώματος, η οποία μπορεί να προκαλέσει υπερφόρτωση και ενδεχομένως ζημιά στους ηλεκτρονικούς ή ηλεκτρικούς εξοπλισμούς. Στη γλώσσα των ισπανικών, χρησιμοποιείται συχνά στα πλαίσια των ηλεκτρονικών και ηλεκτρικών αναφορών. Η χρήση του είναι αρκετά συχνή και αφορά κυρίως τεχνικά κείμενα, αλλά και στην καθημερινή ομιλία για περιγραφή ανωμαλιών σε ηλεκτρικές συσκευές.
Αυτός ο όρος χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, κυρίως δε σε τεχνικά και επιστημονικά κείμενα.
Σε περίπτωση βραχυκυκλώματος, πρέπει να κοπεί η ροή ρεύματος αμέσως.
El cortocircuito causó un incendio en el edificio.
Το βραχυκύκλωμα προκάλεσε φωτιά στο κτίριο.
Es importante revisar el cableado para evitar cortocircuitos.
Η λέξη "cortocircuito" δεν έχει πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά χρησιμοποιείται σε κάποια τεχνικά συμφραζόμενα. Δεδομένου αυτού, παρακάτω παρατίθενται ορισμένες προτάσεις που χρησιμοποιούν τη λέξη:
Ένα συναισθηματικό βραχυκύκλωμα μπορεί να επηρεάσει την ψυχική υγεία.
Cuando las ideas chocan, a veces se produce un cortocircuito creativo.
Όταν οι ιδέες συγκρούονται, μερικές φορές παράγεται ένα δημιουργικό βραχυκύκλωμα.
El equipo sufrió un cortocircuito que dejó fuera de servicio a varias máquinas.
Η λέξη "cortocircuito" προέρχεται από τη συνένωση των λέξεων “corto” (βραχύς) και “circuito” (κύκλωμα), υποδηλώνοντας μια σύντομη ή άμεση σύνδεση μέσα σε ένα ηλεκτρικό κύκλωμα.
Συνώνυμα: - fallo eléctrico (ηλεκτρική βλάβη) - sobrecarga (υπερφόρτιση)
Αντώνυμα: - circuito normal (κανονικό κύκλωμα) - aislamiento (μονοπωλιακά)