Cosa είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.
Φωνητική μεταγραφή: /ˈkosa/
Η λέξη cosa στην ισπανική γλώσσα αναφέρεται γενικά σε ένα αντικείμενο ή μια έννοια, συνήθως με αόριστο τρόπο. Είναι ευρέως χρησιμοποιούμενη σε καθημερινές συζητήσεις και μπορεί να αναφέρεται σε οτιδήποτε, από φυσικά αντικείμενα έως αφηρημένες έννοιες. Η συχνότητα χρήσης της είναι πολύ υψηλή και χρησιμοποιείται κυρίως στον προφορικό λόγο.
Τι πράγμα χρειάζεσαι;
Eso no es una buena cosa.
Αυτό δεν είναι μια καλή υπόθεση.
Hay muchas cosas que ver aquí.
Δεν υπάρχει πράγμα πιο εύκολο.
Es la cosa más importante.
Είναι το πιο σημαντικό πράγμα.
Cada cosa a su tiempo.
Κάθε πράγμα στην ώρα του.
Cosa de locos.
Πράγμα τρελό.
Una cosa lleva a otra.
Ένα πράγμα φέρνει το άλλο.
Lo prometido es deuda, y la cosa aquí es que lo cumplen.
Η λέξη cosa προέρχεται από τη λατινική λέξη cāsa, που σημαίνει "πράγμα" ή "χαρά".
Συνώνυμα: - objeto (αντικείμενο) - asunto (θέμα) - hecho (γεγονός)
Αντώνυμα: - nada (τίποτα) - vacío (κενό)
Η λέξη cosa είναι πολύ συχνή και ευρέως αποδεκτή στην καθημερινή ισπανική γλώσσα, καλύπτοντας μια ποικιλία χρήσεων και νοημάτων.